- Μακεδονία
- Ιστορική γεωγραφική περιοχή (34.203 τ. χλμ., 2.424.764 κάτ.) της Βόρειας Ελλάδας, της οποίας καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος. Εκτείνεται μεταξύ της οροσειράς της Πίνδου στα Δ, που τη χωρίζει από την Ήπειρο, και του ποταμού Νέστου στα Α, που τη χωρίζει από τη Θράκη· στα Ν βρέχεται περίπου κατά τα δύο τρίτα της από το Αιγαίο πέλαγος και κατά το υπόλοιπο τμήμα της ορίζεται από τα Καρβούνια και τον Όλυμπο, που τη χωρίζουν από τη Θεσσαλία· στα Β συνορεύει με την Αλβανία, την Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας (ΠΓΔΜ) και τη Βουλγαρία. Είναι το πιο εκτεταμένο (25,9% του συνόλου της χώρας) και το πολυπληθέστερη γεωγραφική περιοχή διαμέρισμα της Ελλάδας μετά την περιοχή της πρωτεύουσας. (Στο λήμμα αυτό γίνεται διερεύνηση μόνο του ελληνικού τμήματος της Μ. Η ιστορική γεωγραφική ενότητα Μ. περιλαμβάνει και εδάφη που βρίσκονται σήμερα στα κράτη της Βουλγαρίας, σε πολύ μικρή έκταση, περ. 6.500 τ. χλμ., καθώς και της ΠΓΔΜ· η ιστορία και η αρχαιολογία της περιοχής εξετάζεται συνολικά σε αυτό το λήμμα, ενώ για τα πολιτικά, γεωγραφικά και οικονομικά στοιχεία των μη ελληνικών εδαφών ο αναγνώστης παραπέμπεται στα λήμματα των αντίστοιχων κρατών.)
Διοικητική διαίρεση
Παλαιότερα, η Μ. αποτελούσε ενιαίο διαμέρισμα της επικράτειας, ενώ στη συνέχεια κατατμήθηκε σε επιμέρους διαμερίσματα. Με τη διοικητική ανασυγκρότηση της χώρας, η Μ. πλέον περιλαμβάνει τρεις περιφέρειες (η μία μαζί με τη Θράκη) και 13 νόμους. Πιο αναλυτικά, η περιφέρεια Δυτικής Μ. (301.522 κάτ.) περιλαμβάνει τους νόμους Φλωρίνης (54.768 κάτ.), Καστοριάς (53.483 κάτ.), Γρεβενών (37.947 κάτ.) και Κοζάνης (155.324 κάτ.), με έδρα την Κοζάνη· η περιφέρεια Κεντρικής Μ. (1.671.036 κάτ.) περιλαμβάνει τους νομούς Πέλλης (145.797 κάτ.), Ημαθίας (143.618 κάτ.), Πιερίας (129.846 κάτ.), Κιλκίς (89.056 κάτ.), Θεσσαλονίκης (1.057.825 κάτ.), Χαλκιδικής (104.894 κάτ.), με έδρα τη Θεσσαλονίκη· τέλος, η περιφέρεια Ανατολικής Μ. και Θράκης (συνολικός πληθυσμός 811.982 κάτ.), στο τμήμα της Μ., περιλαμβάνει τους νομούς Σερρών (200.916 κάτ.), Δράμας (103.974 κάτ.), Καβάλας (145.054 κάτ.)· ιδιαίτερη διοικητική οντότητα έχει το Άγιον Όρος (2.262 κάτ.), στη χερσόνησο της Χαλκιδικής. Για περισσότερες πληροφορίες, βλ. λ. για κάθε νομό, αλλά και τα λήμματα Ανατολική Μακεδονία και Θράκη· Δυτική Μακεδονία· Κεντρική Μακεδονία· Άγιον Όρος ή Άθως.
Γεωγραφικά στοιχεία και κλίμα
Γεωλογική ιστορία. Η γεωλογική δομή της Μ. δεν είναι ομοιόμορφη. Τα παλιότερα στρώματα συνιστούν τρεις ζώνες, αντίστοιχες βασικά, προς τα τρία φυσικά διαμερίσματα στα οποία χωρίζεται η Μ.: δυτικό, κεντρικό και ανατολικό. Η πρώτη ζώνη, στο δυτικό τμήμα, είναι η πελαγονική κρυσταλλοσχιστώδης μάζα, τα μεταμορφωμένα πετρώματα της οποίας αποτελούν το υπόβαθρο των περιοχών των ορέων της Δυτικής Μ. (Βαρνούς, Βέρνο, Άσκιο, Καϊμακτσαλάν, Πάικο, Βέρμιο, Πιέρια και Όλυμπος). Η δεύτερη, πιο Α, είναι η ζώνη του Αξιού, που επικαλύπτει κατά ένα μέρος τα ιζήματα της πελαγονικής μάζας· αρχίζει από το Βέρμιο, καταλαμβάνει όλη την κοιλάδα του Αξιού και απολήγει στον Θερμαϊκό. Τα ιζήματα που την αποτελούν είναι σχιστολιθικά, ασβεστολιθικά, ψαμμιτικά και κροκαλοπαγή, με γρανιτικές και περιδοτιτικές εγχύσεις. Η ηλικία τους, σύμφωνα με παλαιότερες απόψεις, αρχίζει από τον παλαιοζωικό αιώνα, μάλλον όμως είναι νεότερα και ανήκουν στον μεσοζωικό αιώνα. Η ζώνη αυτή, που έχει κατεύθυνση ΒΔ-ΝΑ, χωρίζει κατά κάποιο τρόπο την πελαγονική κρυσταλλοπαγή μάζα από τη μάζα της Ροδόπης. Η τρίτη, ανατολικότερα ακόμα, είναι η κρυσταλλοσχιστώδης μάζα της Ροδόπης, που αποτελεί το μεταμορφωμένο υπόβαθρο των ορέων Κερκίνη, Όρβηλος, Μενοίκιο, Παγγαίο και των ορέων της ανατολικής Χαλκιδικής, της Θάσου και της Σαμοθράκης. Η ζώνη αυτή είναι η μεγαλύτερη εμφάνιση ενός συστήματος από τα παλαιότερα πετρώματα, από τα οποία δομείται ο ελληνικός χώρος. Νεότερα ιζήματα επικαλύπτουν σε πολλά μέρη τους σχηματισμούς αυτούς των τριών ζωνών, τα οποία αποτελούνται κυρίως από μαργαϊκούς ασβεστόλιθους, ψαμμίτες και μάργες του καινοζωικού αιώνα, από ηφαιστειακά ιζήματα (ζώνη Αξιού) και από τεταρτογενείς –λιμναίας, υφάλμυρης, χερσαίας και ποτάμιας φάσης– αποθέσεις, καθώς επίσης και από πρόσφατους αλλουβιακούς σχηματισμούς. Η ποικιλία αυτή των νεότερων αποθέσεων αναπτύσσεται κυρίως στην περιοχή της ζώνης του Αξιού.
Γεωμορφολογία. Η μορφολογία της Μ. είναι αρκετά πολύπλοκη. Τα ψηλά όρη, οι βαθιές λεκάνες και οι μεγάλοι ποταμοί που τη διαρρέουν, διαμορφώνουν τρία ξεχωριστά φυσικά διαμερίσματα: ένα προς τα Δ, τη δυτική Μ., μεταξύ της Πίνδου και του Αξιού· ένα στη μέση, την κεντρική Μ., μεταξύ του Αξιού και του Στρυμόνα με τη Χαλκιδική νότια προέκταση· ένα προς τα Α, την ανατολική Μ., μεταξύ του Στρυμόνα και του Νέστου.
Το ανάγλυφο της δυτικής Μ. είναι το πιο έντονο: στο δυτικό άκρο, όριο με την Αλβανία και την Ήπειρο, απλώνεται με κατεύθυνση Β-ΝΑ η οροσειρά της Πίνδου, με τις κορυφές Γράμμος (2.520 μ.), Σμόλικας (2.637 μ.) Βασιλίτσα (2.249 μ.)· δυτικότερα και με παράλληλη σχεδόν κατεύθυνση, υψώνονται η οροσειρά του Βαρνούντος (2.177 μ.) στα σύνορα με την ΠΓΔΜ, στο έδαφος της οποίας ανήκει και το μεγαλύτερο μέρος της οροσειράς, το Βέρνο ή Βίτσι (2.128 μ.) και το Άσκιο (2.111 μ.)· δυτικότερα ακόμα και παράλληλα προς την προηγούμενη οροσειρά υψώνεται το Βέρμιο (2.052 μ.)· Β του Βερμίου, με κατεύθυνση ΝΑ-ΒΔ εκτείνεται ο όγκος του Καϊμακτσαλάν ή Βόρα (2.524 μ.), που καθορίζει ένα τμήμα των συνόρων με την ΠΓΔΜ, και με μια απότομη στροφή σχηματίζει το παράλληλό του Πάικο (1.650 μ.). Στα Ν η δυτική Μ. κλείνεται, από τα Δ προς τα Α, από τα Χάσια (1.554 μ.), τα Αντιχάσια (1.424 μ.), τα Καμβούνια (1.615 μ.), τα Πιέρια (2.190 μ.) και τον όγκο του Ολύμπου (2.917 μ.), που τη χωρίζουν από τη Θεσσαλία. Μεταξύ των ορεινών αυτών όγκων σχηματίζονται λοφώδεις ή και πεδινές περιοχές, όπως για παράδειγμα της Φλώρινας, της Πτολεμαΐδας και της Κοζάνης μεταξύ Βαρνούντος-Βέρνου-Ασκίου προς τα Δ, Καμβουνίων-Πιερίων προς τα Ν και Βερμίου-Καϊμακτσαλάν, και η πεδιάδα της Αλμωπίας· εκτεταμένη ημιπεδινή περιοχή, η οποία συνεχίζεται στην πεδιάδα της Θεσσαλονίκης και καλύπτεται κυρίως από δεντροκαλλιέργειες, σχηματίζεται Α του Βερμίου, μεταξύ Έδεσσας, Νάουσας και Βέροιας. Άλλη πεδινή περιοχή, της Κατερίνης-Λιτόχωρου, σχηματίζεται από τις απολήξεις των Πιερίων προς ΒΔ και του Ολύμπου προς ΝΔ έως τις ακτές του Θερμαϊκού· και αυτή επίσης συνεχίζεται στην πεδιάδα Θεσσαλονίκης. Στην κεντρική Μ. κυριαρχεί η πεδιάδα της Θεσσαλονίκης, δεύτερη της χώρας σε έκταση και σε οικονομική σημασία, μετά τη Θεσσαλική. Η πεδιάδα αυτή αποτελεί πρόσφατο σχηματισμό, ο οποίος οφείλεται σε σύνδρομα φαινόμενα πρόσχωσης και ανοδικών κινήσεων· άλλοτε αποτελούσε έναν μεγάλο θαλάσσιο κόλπο, που δεχόταν τις φερτές ύλες μιας ευρείας λεκάνης απορροής του Αξιού και του Αλιάκμονα καθώς και πολλών μικρότερων ποταμών και χειμάρρων. Κατάλοιπο αυτού του μεγάλου κόλπου ήταν η –αποξηραμένη πλέον– λίμνη των Γιαννιτσών· ορισμένα τμήματα της περιοχής που σκέπαζε άλλοτε η λίμνη των Γιαννιτσών έχουν υψόμετρα χαμηλότερα κατά μερικά εκατοστά από την επιφάνεια της θάλασσας. Τα βουνά στην κεντρική Μ. είναι φυσικά λιγότερα και χαμηλότερα. Στα Β, στα σύνορα με τη Βουλγαρία, απλώνεται με κατεύθυνση Δ-Α, το Μπέλες ή Κερκίνη (2.031 μ.). Νοτιότερα, αλλά με κατεύθυνση ΒΔ-ΝΑ, υψώνονται τα χαμηλά Κρούσια (860 μ.) και συνέχεια, αλλά με σχεδόν αντίθετη κατεύθυνση, το Μαυροβούνι (1.179 μ.)· νοτιότερα ακόμα βρίσκεται ο Χορτιάτης (1.201 μ.) που δεσπόζει της Θεσσαλονίκης και συνεχίζεται, με κατεύθυνση ΒΔ-ΝΑ στη Χαλκιδική· ΝΔ του Χορτιάτη, αλλά με διεύθυνση ΝΔ-ΒΑ υψώνεται το άλλο βουνό της Χαλκιδικής, ο Χολομώντας (1.165 μ.), και στην άκρη της χερσονήσου του Αγίου Όρους υψώνεται ο Άθως (2.033 μ.)· Στο νοτιοανατολικό τμήμα της κεντρικής Μ., προς τον Στρυμονικό κόλπο, βρίσκονται τα Κερδύλλια (1.091 μ.) Δ των οποίων βρίσκεται η πεδινή περιοχή των λιμνών Λαγκαδά-Αγίου Βασιλείου ή Βόλβης. Άλλη, περιορισμένη, ημιπεδινή περιοχή σχηματίζεται στη δυτική Χαλκιδική.
Το ανάγλυφο της ανατολικής Μ. είναι εντονότερο: στο βόρειο υψώνεται ο Όρβηλος (2.212 μ.), το μεγαλύτερο τμήμα του οποίου ανήκει στη Βουλγαρία και τα όρη της Βροντούς (1.849 μ.). Στο κέντρο, με κατεύθυνση ΒΔ-ΝΑ, βρίσκεται το Μενοίκιο (1.963 μ.), ΒΑ υψώνεται το Φαλακρό (2.232 μ.) που δεσπόζει της Δράμας, προς τα Α είναι τα όρη της Λεκάνης (1.298 μ.) και στο νότιο τμήμα υψώνεται το Παγγαίο (1.956 μ.), συνέχεια του οποίου μπορεί να θεωρηθεί η χαμηλή οροσειρά του Συμβόλου που φτάνει έως τη θάλασσα της Καβάλας. Ανατολικά των Κερδυλλίων απλώνεται η πεδιάδα των Σερρών, μία από τις πιο αξιόλογες της Μ. και ανατολικότερα η μικρότερη πεδιάδα της Δράμας με τη λεκάνη των Φιλίππων, η οποία κλείνεται προς τα Ν από την οροσειρά του Συμβόλου. ΒΔ της πεδιάδας της Δράμας και του όρους Φαλακρού σχηματίζεται η ψηλή λεκάνη του Νευροκοπίου, ενώ Α της Καβάλας απλώνεται η πεδιάδα της Χρυσούπολης, σχηματισμένη από τις προσχώσεις του Νέστου κοντά στις εκβολές του.
Υδρογραφία. Υδρογραφικά η Μ. είναι η πιο ενδιαφέρουσα περιοχή της χώρας, γιατί διαρρέεται από τους μεγαλύτερους ποταμούς, οι περισσότεροι από τους οποίους προέρχονται έξω από τα σύνορα της Ελλάδας και δημιουργούν ευρύτατες υδρολογικές λεκάνες. Στους ποταμούς αυτούς πρέπει να αποδοθεί κατά κύριο λόγο ο σχηματισμός των αξιόλογων πεδινών εκτάσεων της Μ. (Θεσσαλονίκης, Σερρών κλπ.) οι οποίες οφείλονται σε μετα-αλπικά ταφροειδή βυθίσματα που προσχώθηκαν, αφήνοντας υπολείμματα πολλές από τις σημερινές λίμνες της Μ. (Δοϊράνης, Λαγκαδά, Βόλβης, αποξηραμένη Γιαννιτσών, Καστοριάς, Πρεσπών, Βεγορίτις κ.ά.). Το πλούσιο αυτό υδρογραφικό δίκτυο οφείλεται επίσης και στο σημαντικό ύψος βροχής της ζώνης αυτής, που αυξάνεται προς τα Β.
Κύριο υδρογραφικό στοιχείο της Δυτικής Μ. είναι ο Αλιάκμονας, ο μεγαλύτερος ελληνικός ποταμός, ο οποίος ρέει αρχικά με κατεύθυνση από Β προς Ν, παράλληλα προς την οροσειρά Βαρνούντος-Βέρνου-Ασκίου, στρέφει προς ΒΑ όταν συναντά τα Καμβούνια και εισέρχεται στην περιοχή της Κοζάνης, διανοίγει ύστερα μια στενή δίοδο μεταξύ Πιερίων και Βερμίου, μπαίνει στην πεδιάδα της Θεσσαλονίκης και εκβάλλει στον Θερμαϊκό, όπου με τις φερτές ύλες που μεταφέρει σχηματίζει δέλτα. Κατά τη διαδρομή του αυτή ο Αλιάκμονας, με τους μικρούς παραποτάμους του, συγκεντρώνει σχεδόν όλα τα νερά της δυτικής Μ., δηλαδή των λεκανών Καστοριάς, Γρεβενών, Σερβίων, Πτολεμαΐδας, Αριδαίας, εκτός της Φλώρινας, που αποχετεύονται στον Αξιό. Άλλος, μικρότερος ποταμός της δυτικής Μ. είναι ο Λουδίας, ο οποίος εκβάλλει επίσης στον Θερμαϊκό, αποχετεύοντας ένα μέρος των υδάτων της πεδιάδας της Θεσσαλονίκης, που προέρχονται από την υδρολογική λεκάνη του Πάικου. Στη δυτική Μ. υπάρχουν οι περισσότερες και μεγαλύτερες λίμνες της Μ.: της Καστοριάς, σε υψόμετρο 620 μ., η Βεγορίτις ή του Οστρόβου, η πιο βαθιά (65 μ.) ελληνική λίμνη, σε υψόμετρο 540 μ., της οποίας τα νερά διοχετεύονται στον Εδεσσαίο, η λίμνη των Πετρών ή του Αμυνταίου, η Μεγάλη Πρέσπα, που ανήκει στην ΠΓΔΜ κατά το μεγαλύτερο μέρος της, και στην Αλβανία και στην Ελλάδα το μικρότερο μέρος της, καθώς και η Μικρή Πρέσπα, της οποίας μικρό μέρος ανήκει στην Αλβανία.
Η κεντρική Μ. έχει πλούσιους σε νερά ποταμούς. Ο Αξιός, στο δυτικό της όριο, τη διασχίζει ολόκληρη από τη Γευγελή, όπου εισέρχεται στο ελληνικό έδαφος από την ΠΓΔΜ, έως τον Θερμαϊκό, όπου εκβάλλει και τον οποίο προσχώνει με τις ύλες που μεταφέρει. Η κοιλάδα του Αξιού υπήρξε πάντα η οδός που ακολούθησαν οι διάφοροι λαοί για να φτάσουν από την κεντρική Ευρώπη και τη Βαλκανική στο Αιγαίο. Δυτικότερα βρίσκεται ο μικρός Γαλλικός ποταμός, που το καλοκαίρι σχεδόν στερεύει, ο οποίος πηγάζει από τα Κρούσια, των οποίων τα νερά αποχετεύει, και εκβάλλει επίσης στον Θερμαϊκό. Στην κοίτη και στις προσχώσεις του Γαλλικού υπήρχαν ψήγματα προσχωματικού χρυσού, η εκμετάλλευση του οποίου (περίπου 1 κιλό την ημέρα) με πλωτή καδοφόρο βυθοκόρο έπαψε να παρουσιάζει ενδιαφέρον από το 1961, επειδή το πάχος των προσχώσεων και επομένως και η περιεκτικότητά τους σε χρυσό ελαττωνόταν. Η εκμετάλλευση του Γαλλικού άρχισε από την οδική γέφυρα κοντά στον σιδηροδρομικό σταθμό Κιλκίς και έφτασε έως τη γέφυρα κοντά στο χωριό Σέρπυλη. Στην κεντρική Μ. υπάρχουν οι λίμνες του Λαγκαδά ή Αγίου Βασιλείου και της Βόλβης, στην αρχή του κορμού της Χαλκιδικής, οι οποίες επικοινωνούν με έναν μικρό ποταμό, που, εξαιτίας της διαφοράς υψομέτρου, αποχετεύει το πλεόνασμα των υδάτων της λίμνης του Λαγκαδά στη Βόλβη, της οποίας τα πλεονάζοντα ύδατα αποχετεύονται με τη σειρά τους στον Στρυμονικό κόλπο, στη Ρεντίνα. Στο βορειοανατολικό άκρο της πεδιάδας της Θεσσαλονίκης βρίσκεται η λίμνη της Δοϊράνης, μεγάλο μέρος της οποίας ανήκει στην ΠΓΔΜ.
Η ανατολική Μ. ορίζεται από δύο μεγάλους ποταμούς, τον Στρυμόνα προς τα Δ, που τη χωρίζει από την κεντρική Μ., και τον Νέστο προς τα Α, που τη χωρίζει από τη Θράκη. Ο Στρυμόνας μπαίνει στο ελληνικό έδαφος από το βουλγαρικό μεταξύ Κερκίνης (Μπέλες) και Ορβήλου, αποστραγγίζει προχωρώντας την ομώνυμή του λεκάνη και μέσω του παραποτάμου του αγγίζει τη λεκάνη της Δράμας και εκβάλλει στο Αιγαίο, στον Στρυμονικό κόλπο ή κόλπο του Ορφανού. Ο Νέστος, στο άλλο άκρο, εισέρχεται στο ελληνικό έδαφος από το βουλγαρικό κοντά στη Ροδόπη, ρέει επί ένα διάστημα μεταξύ Ροδόπης και Φαλακρού και καταλήγει επίσης στο Αιγαίο. Λίμνες στην ανατολική Μ. δεν υπάρχουν. Παλιότερα τα νερά του Στρυμόνα σχημάτιζαν N-NA των Σερρών τη λίμνη Αχινού, που αποξηράνθηκε.
Κλίμα. Η γεωγραφική θέση και η πολυμορφία του ανάγλυφου προσδίδουν στη Μ. μεγάλη ποικιλία κλιμάτων. Οι παράκτιες περιοχές έχουν εύκρατο προς το θαλάσσιο κλίμα, οι εσωτερικές ηπειρωτικό, το οποίο στα κεντρικά και βόρεια διαμερίσματα κλίνει προς το μεσευρωπαϊκό, ενώ οι ορεινές έχουν ορεινό κλίμα. Η Μ. παρουσιάζει τα χαρακτηριστικά του ηπειρωτικού κλίματος. Η μέση ετήσια θερμοκρασία του αέρα κυμαίνεται μεταξύ ευρέων ορίων· ψυχρότερος μήνας του έτους είναι ο Ιανουάριος και θερμότερος ο Ιούλιος, χαρακτηριστικό γνώρισμα των ηπειρωτικών κλιμάτων. Στις περισσότερες περιοχές της Μ. η θερμοκρασία είναι ανώτερη των 20°C κατά το διάστημα Ιουνίου-Σεπτεμβρίου· το φθινόπωρο, η μείωση της θερμοκρασίας είναι πιο απότομη απ’ ό,τι η αύξησή της κατά την άνοιξη. Τον Ιούλιο και τον Αύγουστο στο εσωτερικό της Μ. η θερμοκρασία υπερβαίνει συχνά τους 40°C, ο καύσωνας είναι βαρύς και μετριάζεται μόνο στα παράλια.
Ο χειμώνας αρχίζει από τον Νοέμβριο ή και νωρίτερα, οπότε στις ορεινές –αλλά και στις πεδινές– περιοχές η θερμοκρασία κατεβαίνει αρκετά κάτω του μηδενός. Στη Φλώρινα για παράδειγμα έχει κατέβει στους –23°C, στο Σέδες, στη Θεσσαλονίκη, στους –17°C και στα ορεινά ακόμα χαμηλότερα. Ο παγετός είναι συχνός και έντονος, με σειρά διαδοχικών ημερών, κατά τις οποίες η θερμοκρασία διατηρείται κάτω του μηδενός ολόκληρο το 24ωρο. Ο ολικός παγετός παρατείνεται για πολλές ημέρες στα ορεινά. Την τραχύτητα του χειμώνα στη Μ. εντείνουν οι σφοδροί τοπικοί άνεμοι, ιδιαίτερα όσοι κατεβαίνουν από τις χιονοσκεπείς πλαγιές των ψηλών βουνών. Κατά την ψυχρή περίοδο του έτους ο καιρός είναι πολύ ευμετάβλητος, με συχνή εναλλαγή των νότιων βροχερών ανέμων με ψυχρούς και συχνά χιονοβόλους ανέμους του βόρειου τομέα. Γενικά, η Μ. είναι από τις πιο ψυχρές περιοχές της Ελλάδας. Παρατηρείται συχνά πήξη των ποταμών και των λιμνών και σε εξαιρετικές περιπτώσεις παγώνει και η θάλασσα στον κόλπο της Θεσσαλονίκης.
Στην περιοχή της Θεσσαλονίκης επικρατούν οι βόρειοι και ανατολικοί άνεμοι, κυρίως από τον Νοέμβριο έως τον Φεβρουάριο, και οι νοτιοδυτικοί κατά τους υπόλοιπους μήνες. Κατά τη θερμή περίοδο η ενίσχυση της νοτιοδυτικής συνιστώσας οφείλεται κυρίως στη θαλάσσια αύρα, ενώ της βόρειας στα μελτέμια. Στην περιοχή του Αξιού επικρατούν όλους τους μήνες οι άνεμοι του βόρειου τομέα και ύστερα από αυτούς οι άνεμοι του νότιου. Στις ανατολικές πλαγιές του Βερμίου, προς τα Β επικρατούν οι βόρειοι και προς τα Ν οι δυτικοί και ύστερα από αυτούς οι βόρειοι. Στην Πιερία, κατά την ψυχρή περίοδο, επικρατούν οι βόρειοι και βορειοδυτικοί, ενώ κατά τη θερμή οι νοτιοανατολικοί ως θαλάσσιες αύρες. Γενικά, η Μ. είναι ανεμώδης περιοχή, ενώ στις βόρειες γειτονικές χώρες οι νηνεμίες παρουσιάζουν μεγάλη συχνότητα. Το σύστημα των ετήσιων ανέμων έχει στη Μ. μικρή συχνότητα και ένταση.
Κατά τη θερμή περίοδο, σε διάφορες περιοχές, όπως είναι η πεδιάδα των Γιαννιτσών, το Ελευθεροχώρι, η Πιερία, το Κιλκίς κ.ά., ενσκήπτουν ξηροί και θερμοί άνεμοι (λίβες) που είναι συχνά δυσμενείς για τη γεωργία. Στη Μ. παρατηρούνται οι εξής τοπικοί άνεμοι: ο καρατζοβίτης, σφοδρός, ψυχρός, κυρίως χειμερινός άνεμος, που ενσκήπτει στην πεδινή περιοχή των Γιαννιτσών, κατά μήκος των ανατολικών κλιτύων του Βερμίου και των Πιερίων· ο βαρδάρης, ψυχρός χειμερινός άνεμος, ο οποίος πνέει από Β κατά μήκος της κοιλάδας του Αξιού, όταν στη Βαλκανική εδράζεται αντικυκλωνικό σύστημα και στο Αιγαίο επικρατούν χαμηλές πιέσεις· ο ρουπελιώτης, ψυχρός χειμερινός άνεμος που πνέει στην κοιλάδα των Σερρών.
Η δυτική Μ. είναι μία από τις πιο υγρές περιοχές της Ελλάδας· η μέση ετήσια τιμή της σχετικής υγρασίας κυμαίνεται μεταξύ 70 και 75 βαθμών της υγρομετρικής κλίμακας, ενώ στην κεντρική Μ. κυμαίνεται μεταξύ 65 και 70 βαθμών. Ο πιο υγρός μήνας του έτους είναι ο Δεκέμβριος και ακολουθούν ο Νοέμβριος και ο Ιανουάριος, ενώ ο πιο ξηρός είναι ο Ιούλιος με μέση τιμή 55-60 βαθμών.
Η νέφωση παρουσιάζει τη μεγαλύτερη τιμή της στην κεντρική Μ. και ελαττώνεται προς τα Δ και τα Α. Στην κεντρική περιοχή, η μέση ετήσια νέφωση υπερβαίνει τα 5,5 δέκατα, ενώ στα νοτιοανατολικά διαμερίσματα είναι χαμηλότερη από το 4,5. Μεγαλύτερη νέφωση παρουσιάζει ο Δεκέμβριος (6-7 δέκατα) και ακολουθεί ο Νοέμβριος, ενώ ο Ιανουάριος και ο Φεβρουάριος έχουν μικρότερη νέφωση από τον Νοέμβριο. Γενικά στη Μ. παρατηρείται ο μεγαλύτερος αριθμός νεφοσκεπών και ο μικρότερος αίθριων ημερών από οποιαδήποτε άλλη περιοχή της Ελλάδας.
Η βροχή στην κεντρική Μ. κυμαίνεται μεταξύ 400 και 600 χιλιοστών και αυξάνεται στα Δ και στα Α όπου το ετήσιο ύψος κυμαίνεται μεταξύ 600 και 800 χιλιοστών, για να υπερβεί τα 1.200 και τα 1.500 χιλιοστά στους ορεινούς όγκους του Ολύμπου, του Βερμίου, των Πιερίων και άλλων βουνών, κυρίως της δυτικής Μ. Οι πιο βροχεροί μήνες στις περισσότερες περιοχές είναι ο Δεκέμβριος και ο Νοέμβριος και ακολουθούν ο Οκτώβριος και ο Ιανουάριος. Τα δευτερεύοντα μέγιστα της βροχής σημειώνονται κατά τον Απρίλιο, τον Μάιο ή τον Ιούνιο και κατά τον Οκτώβριο. Γενικά στη Βόρεια Ελλάδα η βροχή τείνει να κατανεμηθεί εξίσου κατά τους διάφορους μήνες του έτους, ενώ περιορίζεται σημαντικά η θερινή ξηρασία.
Το χιόνι είναι συνηθισμένο φαινόμενο στη Μ. και ιδιαίτερα στους ορεινούς όγκους της δυτικής Μ., οι οποίοι παρουσιάζουν τον μεγαλύτερο αριθμό ημερών σε χιονοπτώσεις από όλες τις περιοχές της Ελλάδας. Οι μήνες με τις περισσότερες χιονοπτώσεις είναι ο Ιανουάριος και ο Φεβρουάριος και ακολουθούν ο Δεκέμβριος και ο Μάρτιος. Τα πρώτα χιόνια πέφτουν στα ψηλά βουνά κατά το δεύτερο δεκαήμερο του Σεπτεμβρίου, ενώ στα πεδινά από τα τέλη Οκτωβρίου ή τις αρχές Νοεμβρίου. Τα τελευταία χιόνια στα oρεινά σημειώνονται κατά το τρίτο δεκαήμερο του Ιουνίου, ενώ στα πεδινά κατά τα τέλη Απριλίου ή τις αρχές Μαΐου. Το έδαφος μπορεί να παραμείνει χιονοσκεπές επί πολλές ημέρες ή και μήνες ακόμα στα όρη. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις συμβαίνει το πρώτο χιόνι του φθινοπώρου να πέσει πάνω στο παλιό, αλλά αυτό δεν είναι συνηθισμένο στη Μ. ούτε άλλωστε και στην υπόλοιπη Ελλάδα, επειδή δεν παρατηρείται το φαινόμενο των αιωνίων χιονιών.
Μεγάλη συχνότητα παρουσιάζουν οι καταιγίδες και μάλιστα κατά το θερμό μισό του έτους, δηλαδή οι θερμικές καταιγίδες, στις οποίες οφείλονται κυρίως οι βροχές της περιόδου από τον Απρίλιο έως τον Οκτώβριο. Κατά την ψυχρή εποχή, οι καταιγίδες είναι λιγότερες και ανήκουν στις μετωπικές. Το χαλάζι δεν εμφανίζεται στη Μ. με μεγάλη συχνότητα.
Η οικονομία
Η Μ. έχει τη μεγαλύτερη αγροτική παραγωγή της χώρας, ενώ η βιομηχανία της υπολείπεται μόνο από τη βιομηχανία της περιοχής πρωτευούσης. Διαθέτει επίσης υπολογίσιμο ορυκτό πλούτο και η παραγωγή των ορυχείων της είναι σημαντική, όπως και η παραγωγή της αλιείας, των δασών της κλπ.
Η ανάπτυξη της βιομηχανίας οδήγησε μάλιστα σε εσωτερική μετακίνηση του πληθυσμού, που πραγματοποιήθηκε κυρίως προς το πολεοδομικό συγκρότημα της Θεσσαλονίκης, ο πληθυσμός του οποίου αυξήθηκε αισθητά. Πρέπει ασφαλώς να αναφερθούν οι πετροχημικές εγκαταστάσεις στη Θεσσαλονίκη, που ιδρύθηκαν στα μέσα στης δεκαετίας του 1960 και οι οποίες, προσελκύοντας διάφορες μικρότερες βιομηχανίες, δημιούργησαν ένα αξιόλογο βιομηχανικό κέντρο. Στη Θεσσαλονίκη εγκαταστάθηκαν επίσης διυλιστήριο πετρελαίου, χαλυβουργείο, χημικές βιομηχανίες, βιομηχανίες τσιμέντου, χαρτιού, καπνού, τροφίμων κ.ά. Σημαντική αύξηση της απασχόλησης σημειώθηκε και στους άλλους κλάδους της οικονομίας, ώστε να δικαιολογείται η συγκέντρωση πληθυσμού στον νομό Θεσσαλονίκης.
Στον νομό Καβάλας βρίσκεται το δεύτερο, μετά τη Θεσσαλονίκη, αστικό κέντρο της Μ., η Καβάλα, που διαθέτει και αξιόλογη βιομηχανία. Στη Μ. υπάρχουν επίσης σημαντικά περιθώρια για την ανάπτυξη του αγροτικού τομέα (γεωργίας και κτηνοτροφίας), την εκβιομηχάνιση, την καλύτερη αξιοποίηση του υπόγειου πλούτου, των δασών, του τουρισμού, ώστε να δημιουργηθούν και νέες πρόσθετες ευκαιρίες απασχόλησης εργατικού δυναμικού από το πλεόνασμα που θα προσφέρει κατά τις προσεχείς δεκαετίες η ελληνική ύπαιθρος.
Ορυκτός πλούτος. Η Μ. είναι από τις πιο πλούσιες περιοχές του ελληνικού χώρου σε ορυκτό πλούτο. Αξιόλογα κοιτάσματα λιγνίτη, συνδεδεμένα με την ιζηματογένεση των λεκανών της τριτογενούς περιόδου του καινοζωικού αιώνα, που δημιουργήθηκαν κατά την αλπική ορεογένεση και τη δημιουργία ρηγμάτων που ακολούθησε, υπάρχουν στις περιοχές της Πτολεμαΐδας, της Κοζάνης και της Φλώρινας. Τα κοιτάσματα αυτά παρουσιάζουν το πρόσθετο πλεονέκτημα ότι η εκμετάλλευσή τους είναι υπαίθρια (επιφανειακή) και συνεπώς βιομηχανικά συμφέρουσα. Τα κοιτάσματα της λεκάνης της Πτολεμαΐδας τροφοδοτούν αξιόλογες βιομηχανικές μονάδες και ατμοηλεκτρικό σταθμό παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας. Αξιόλογα κοιτάσματα λιγνίτη, ποιοτικά καλύτερου από εκείνον της Πτολεμαΐδας, υπάρχουν επίσης περιμετρικά της περιοχής Σερρών, σε παλιότερες λιμναίες αποθέσεις της τεταρτογενούς περιόδου· παρουσιάζουν όμως το μειονέκτημα, σε σχέση με αυτά της Πτολεμαΐδας, ότι η εκμετάλλευσή τους είναι υπόγεια και συνεπώς λιγότερο συμφέρουσα βιομηχανικά, και ότι στο κεντρικό τμήμα τους υπάρχουν νεότερες αποθέσεις. Αξιόλογα κοιτάσματα σιδηροπυρίτη, του οποίου η εκμετάλλευση γίνεται υπόγεια, υπάρχουν στη Στρατονίκη (παλαιότερα Ίσβορο) της Χαλκιδικής. Στη Στρατονίκη υπάρχουν επίσης θειούχα μεικτά μεταλλεύματα (γαληνίτης με σφαλερίτη και σιδηροπυρίτη). Παρόμοια μεταλλεύματα εξορύσσονταν προπολεμικά και στη Θάσο, φαίνεται όμως ότι εξαντλήθηκαν. Σημαντικά αποθέματα χρωμίτη, τα οποία προπολεμικά υπήρξαν αντικείμενο εκμετάλλευσης, υπάρχουν στην περιοχή Κοζάνης-Φλώρινας-Καστοριάς· αποθέματα χρωμίτη υπάρχουν επίσης στη Χαλκιδική· ενδιαφέροντα κοιτάσματα αντιμονίου, με μορφή αντιμονίτη, συναντώνται στο ορεινό συγκρότημα Κρουσίων-Βερτίσκου· στην ίδια περιοχή έχουν διαπιστωθεί και κοιτάσματα βολφραμίου. Κοίτασμα μολυβδαινίτη, το μοναδικό εκμεταλλεύσιμο μεταλλοφόρο που έχει διαπιστωθεί μέχρι σήμερα στην Ελλάδα, υπάρχει στην περιφέρεια Αξιούπολης του νομού Κιλκίς. Από τα πιο αξιόλογα μεταλλεία λευκολίθου υπάρχουν στη Χαλκιδική (Γερακινής, Βάβδου, Αγίας Παρασκευής) με κυρίως υπαίθρια εξόρυξη. Άλλο μετάλλευμα, το οποίο υπήρξε αντικείμενο εκμετάλλευσης μέχρι πρότινος, είναι το μαγγάνιο, στο Κάτω Νευροκόπι, το οποίο με επιτόπιο εμπλουτισμό αποκτούσε την απαιτούμενη 80-85% περιεκτικότητα σε MnO
2 του πυρολουσίτη. Επειδή όμως ο πυρολουσίτης δεν χρησιμοποιείται πια για την κατασκευή ξηρών στοιχείων, η εκμετάλλευση σταμάτησε. Εκμετάλλευση ξυλιτών γίνεται στην περιοχή Βεζόρας. Γενικά στη Μ. κατά τις εκρήξεις των βασικών και υπερβασικών μαγμάτων, κυρίως στη ζώνη του Αξιού, σχηματίστηκαν κοιτάσματα χρωμιούχου σιδήρου, βωξίτη και λευκολίθου, τα οποία από άποψη αποθεμάτων κατέχουν προέχουσα θέση μεταξύ όλων των μεταλλευμάτων της χώρας, ενώ υπάρχουν πιθανότητες, βάσει των γεωλογικών δεδομένων να διαπιστωθούν ακόμα μεγαλύτερα αποθέματα. Η ζώνη Αξιού είναι επίσης συνδεδεμένη με την παρουσία, σε μικρές όμως ποσότητες, τάλκη, αμίαντου, χαλκού κ.ά.Ιστορία
Από την αρχαιότητα έως τους ελληνιστικούς χρόνους. Το όνομα Μ., περιορισμένο στην αρχή ως γεωγραφική έννοια, συμβαδίζει από την απώτατη αρχαιότητα με τους Μακεδόνες, τους οποίους προϋποθέτει γλωσσικά. Το αντίθετο συνέβη για παράδειγμα με τους Ηπειρώτες. Από την πλευρά του Ιονίου πελάγους και της Αδριατικής οι ναυτικοί ονόμασαν πρώτα ένα κομμάτι στεριάς Ήπειρο και ύστερα τους κατοίκους Ηπειρώτες, στεριανούς. Προς την πλευρά του Αιγαίου η Μ. εξαπλώθηκε προοδευτικά από την Πίνδο έως τη θάλασσα μαζί με τους Μακεδόνες. Οι αρχαίοι ονόμασαν πρώτα τον λαό «Μακεδόνες» και ύστερα τον τόπο τους Μ. Πρώτη μνεία των Μακεδόνων συναντάται σε απόσπασμα του Ησιόδου.
Τα ονόματα είναι ελληνικά, όπως και ο λαός είναι δωρικό φύλο: μάκος είναι στα δωρικά το μήκος· Μακεδνός έγινε όπως για παράδειγμα το πελιδνός· ο Όμηρος κάνει λόγο περί «μακεδνής αιγείροιο» (Οδύσσεια, η 106)· είναι το δέντρο η ψηλή λεύκα. Οι Μακεδόνες ήταν ψηλοί· ονομάστηκαν επίσης Μακέται και η χώρα Μακετία.
Όπως σε όλα τα ελληνικά φύλα, έτσι και η ιστορία των Μακεδόνων αρχίζει με έναν μύθο. Τον διέσωσε ο Ηρόδοτος (Θ 137-139). Σύμφωνα με τον μύθο οι Μακεδόνες είχαν έρθει από το Άργος της Πελοποννήσου: πιο συγκεκριμένα, τον αποικισμό έκαναν τρία βασιλόπουλα, απόγονοι του Τημένου, ο Γαυάνης, ο Αέροπος και ο Περδίκκας. Από το πελοποννησιακό Άργος οδηγήθηκαν στην Ιλλυρία, από εκεί στην άγνωστη από άλλες πηγές Λεβαίη, κάπου στη δυτική Μ., την άνω Μ., όπως την ονόμαζαν οι αρχαίοι. Αλλά εκεί υπάρχει ένα άλλο Άργος, το Άργος Ορεστικό· και είναι γνωστό ότι οι Έλληνες γενικά κατέβηκαν κατά κύματα από τον βορρά προς τον νότο. Τελευταίο κύμα, οι Δωριείς, κατέβηκαν από την Πίνδο κατά τον 12o αι. π.Χ. προς Ν, έως την Πελοπόννησο και τα νησιά. Τμήματά τους όμως έμειναν στη Μ. Εκεί υστέρησαν στον πολιτισμό, αλλά από φυλετική άποψη θεωρήθηκαν ελληνικότερα των αστών και των θαλασσινών Ελλήνων, που δημιούργησαν το ελληνικό θαύμα και οικειοποιήθηκαν ζηλότυπα την ονομασία κρατώντας την αποκλειστικά για τους πιο πολιτισμένους αστούς Έλληνες. Ωστόσο παρέμεινε φανερή η ομοιότητα στη γλώσσα, στα ήθη και στις παραδόσεις, ανάμεσα στους Μακεδόνες και στους Αργείους. Για παράδειγμα, δημιουργήθηκε ο μύθος για την άνοδο των Τημενιδών (αντί της καθόδου των Δωριέων)· ο Αλέξανδρος Α’ απέδειξε ότι ήταν Αργείος στην καταγωγή και συνεπώς είχε δικαίωμα να μετάσχει στους Ολυμπιακούς αγώνες· και ο Ηρόδοτος (Ε 22) έγραψε «Έλληνας δε είναι τούτους τους από Περδίκκεω γεγονότας, κατάπερ αυτοί λέγουσι, αυτός τε ούτω τυγχάνω επιστάμενος και δη και εν τοις όπισθε λόγοισι αποδέξω έως εισί Έλληνες». «Κατάπερ αυτοί λέγουσι» σημαίνει πως οι Μακεδόνες πίστευαν ότι ήταν και ήθελαν να τους αποκαλούν Έλληνες.
Οπωσδήποτε, έως τους κλασικούς χρόνους διαμορφώθηκε οριστικά η γεωγραφική και πολιτική έννοια Μ., όπως περίπου την εννοούμε σήμερα. Δυτικό όριο παρέμειναν τα βουνά της Πίνδου, το Βόιον, ο Βαρνούς. Γείτονες και συγγενείς ήταν οι Ηπειρώτες· τόσο συγγενείς ώστε μερικά παραμεθόρια φύλα, όπως οι Παραυαίοι, θεωρούνταν άλλοτε Ηπειρώτες και άλλοτε Μακεδόνες, ανάλογα και με την εκάστοτε πολιτική κατάσταση. Το νότιο όριο της Μ. επίσης έμεινε λίγο έως πολύ σταθερό ανά τους αιώνες: τα Καμβούνια όρη και ο Όλυμπος. Και εκεί η συγγένεια δεν εμπόδιζε παροδικά να λογίζονται ως Μακεδόνες –για παράδειγμα– οι Τυμφαίοι της Θεσσαλίας. Προς τον βορρά ήταν οι βάρβαροι: οι Ιλλυριοί, οι Παίονες, οι αρχαίοι Θράκες. Οι Ιλλυριοί δεν ήταν Έλληνες, για τους Παίονες δεν έχει εξακριβωθεί η καταγωγή, ενώ οι Θράκες μόνο κατά τους βυζαντινούς χρόνους εξελληνίστηκαν πλήρως. Υπήρχαν και άλλοι βάρβαροι εισβολείς κατά καιρούς. Για το ζήτημα των ορίων της Μ., δηλαδή ουσιαστικά των ορίων του ελληνισμού, ο Κικέρων αργότερα, στους ρωμαϊκούς χρόνους, περίπου για τους ίδιους τόπους, για τα σύνορα της ρωμαϊκής επαρχίας της Μ., είπε: «Είναι τόσοι βάρβαροι στα σύνορα που σύνορα γίνονται οι αιχμές των ξιφών και των δοράτων». Οπωσδήποτε, τα βόρεια όρια της αρχαίας Μ. εκτείνονταν ανάμεσα στα βουνά Μπαμπούνα και Μπέλες. Η σημερινή πόλη των Σκοπίων (ΠΓΔΜ) δεν βρισκόταν ποτέ στην επικράτεια της Μ. Η Πελαγονία, η Δερρίοπος, η πέραν της Γευγελής Παιονία μέχρι των Βελεσσών καταλήφθηκαν από τον Φίλιππο, τον Μέγα Αλέξανδρο και τους Διαδόχους.
Τα ανατολικά σύνορα της Μ. μετατοπίστηκαν επίσης προοδευτικά με σταθερά βήματα έως το σημερινό όριο, τον Νέστο. Ο Νέστος έμεινε σταθερό όριο της γεωγραφικής αυτής ενότητας έως τις μέρες μας. Και η καταστροφή της Ολύνθου (348 π.Χ.) σημείωσε το αποφασιστικό βήμα για την ολοκλήρωση αυτής της νέας ενότητας, που ούτε η ρωμαϊκή κατάκτηση (168 π.Χ.) ούτε η διαίρεση της Μ. σε τέσσερις μερίδες κατόρθωσε να διασπάσει. Με τη μεταφορά της έδρας του από το Σίρμιο στη Θεσσαλονίκη ο Γαλέριος (περ. 306 μ.Χ.) έδωσε καινούργιο νόημα στη Μ.: ήταν το πρώτο βήμα προς το Βυζάντιο. Περίπου σύγχρονο είναι το μαρτύριο του Αγίου Δημητρίου (303 μ.Χ.).
Η ιστορία, που άρχισε από τα βουνά της Πίνδου, πέρασε από τη Λεβαίη, τις Αιγές και την Πέλλα για να φτάσει στην κοσμοκρατορία. Η Πέλλα έδωσε με τη σειρά της τη σκυτάλη στη Θεσσαλονίκη. Το λιμάνι του Κάσσανδρου (316 π.Χ.) έγινε πέρασμα του Απόστολου Παύλου (50 μ.Χ.), ύστερα έγινε πρωτεύουσα του Γαλερίου και τόπος μαρτυρίου του αγίου Δημητρίου.
Βυζαντινή εποχή. Μετά τη μεταφορά της πρωτεύουσας της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας στην Κωνσταντινούπολη, το 324 μ.Χ., η Μ. διαδραμάτισε πρωτεύοντα ρόλο στην πολιτική ζωή του κράτους, έγινε ένας από τους πνεύμονες του έθνους και οι τύχες της συνταυτίστηκαν με τις τύχες του Βυζαντίου. Η Θεσσαλονίκη ήταν η «δευτέρα τη τάξει» πόλη της αυτοκρατορίας μετά την Κωνσταντινούπολη, και εξελίχθηκε σε μεγάλο πνευματικό και καλλιτεχνικό κέντρο με ακτινοβολία σε ολόκληρα τα Βαλκάνια. Την επισκέπτονταν συχνά οι αυτοκράτορες, είτε επειδή το επέβαλαν οι στρατιωτικές επιχειρήσεις τους, είτε λόγω του ναού του Αγίου Δημητρίου (η λατρεία του οποίου είχε εξαπλωθεί σε ολόκληρο τον βαλκανικό χώρο), είτε τέλος επειδή την προτιμούσαν ως εφήμερο τόπο διαμονής. Εκεί διαδραματίστηκαν μεγάλα στρατιωτικά και πολιτικά γεγονότα και με το πέρασμα του χρόνου αναδείχθηκε σε προπύργιο του ελληνισμού της Μ. Παράλληλα η Θεσσαλονίκη και ολόκληρη η Μ. εξελίχθηκε σε μεγάλο κέντρο όχι μόνο του ελληνισμού, αλλά και της Ορθοδοξίας, με τη λατρεία του Αγίου Δημητρίου, τους Θεσσαλονικείς αδελφούς Κύριλλο και Μεθόδιο, αποστόλους του χριστιανισμού στον σλαβικό κόσμο, και την ίδρυση του Αγίου Όρους, που τόσο στη βυζαντινή περίοδο όσο και κατά την τουρκοκρατία αποτέλεσε το μεγαλύτερο κέντρο της Ορθοδοξίας.
Επί Αρκαδίου (395-408 μ.Χ.) η Μ. δοκιμάστηκε από τις επιδρομές των Βησιγότθων και στα χρόνια που ακολούθησαν, τον 6o και 7o αι., αναστατώθηκε από τους Αβάρους, τους Ούννους και τους Σλάβους. Από τους επιδρομείς αυτούς που εισέβαλαν στο βυζαντινό κράτος πιο ενοχλητικοί ήταν οι Σλάβοι, οι οποίοι συχνά δημιούργησαν στα ορεινά μικρές νησίδες σλαβικών εγκαταστάσεων, τις Σκλαβηνίες, οι οποίες όμως έως τον 9o αι. σταδιακά εξελληνίστηκαν και εκχριστιανίστηκαν. Ιδιαίτερα οι Σλάβοι της Μ. εξαφανίστηκαν πιο γρήγορα, επειδή το 688 ο Ιουστινιανός Β’ ο Ρινότμητος τους νίκησε ολοκληρωτικά στον Έβρο και στον Στρυμόνα. Μετοίκισε στη Μικρά Ασία 80.000 Σλάβους από τη Μ., άλλους αιχμαλώτισε, ενώ όσοι έμειναν εξελληνίστηκαν και χάθηκαν.
Στους επόμενους δύο αιώνες –8o και 9o– η ζωή σε ολόκληρη τη Μ. ήταν πλούσια και ειρηνική. Συγχρόνως, μερικά γεγονότα ενίσχυσαν τη θέση της. Στα χρόνια του Λέοντα Γ’ του Iσαύρου (717-741) αφαίρεσε ο αυτοκράτορας το Ιλλυρικό από τη δικαιοδοσία του πάπα της Ρώμης και οι μητροπολίτες της Μ. διορίζονταν πλέον από την Κωνσταντινούπολη. Επί Μιχαήλ Γ’ (842-867) οι Θεσσαλονικείς αδελφοί Κύριλλος και Μεθόδιος διέδωσαν τον χριστιανισμό στους Σλάβους και έναν αιώνα αργότερα, το 963, ιδρύθηκε στη Χαλκιδική η μοναστική πολιτεία του Αγίου Όρους. Οι μεμονωμένοι ερημίτες που είχαν καταφύγει στον Άθω, κυρίως κατά την περίοδο της εικονομαχίας, και οι οποίοι λίγο αργότερα άρχισαν να οργανώνονται χαλαρά σε ομάδες γύρω από μια κεντρική εκκλησία, απέκτησαν τότε αυστηρή μοναστηριακή οργάνωση. Όμως, πολύ πριν από το σπουδαίο αυτό γεγονός της ίδρυσης της μοναστικής πολιτείας του Αγίου Όρους, από τις αρχές ακόμα του 10ου αι. η γαλήνη και η ευημερία είχαν χαθεί. Το 904 οι Σαρακηνοί πειρατές, με αρχηγό τον Λέοντα (τον λεγόμενο Τριπολίτη), κυρίευσαν και λεηλάτησαν τη Θεσσαλονίκη και στα χρόνια που ακολούθησαν ολόκληρη η Μ. δοκιμάστηκε από τις συχνές επιδρομές των Βουλγάρων του τσάρου Συμεών (893-927) και του Σαμουήλ (976-1014). Ο Βασίλειος Β’ ο Βουλγαροκτόνος (976-1025) διεξήγαγε τότε σκληρό αγώνα εναντίον των Βουλγάρων. Βάση των επιχειρήσεών του ήταν η Θεσσαλονίκη, ενώ ολόκληρη η Μ. προσέφερε στον αγώνα τον στρατό και τα εδάφη της. Έως το 989 ο Σαμουήλ περιερχόταν σχεδόν ανενόχλητος τη Μ. και κατέλαβε τα φρούριά της. Το 990 όμως ο Βασίλειος ξεκίνησε τον αγώνα. Διέσχισε τη Μ. ελευθερώνοντας τα φρούρια που συναντούσε στον δρόμο του και έφτασε στη Θεσσαλονίκη, όπου απέδωσε «τα ευχαριστήρια τω μεγαλομάρτυρι Δημητρίω». Τέσσερα χρόνια αργότερα, το 996, ο διοικητής της Θεσσαλονίκης Νικηφόρος Ουρανός νίκησε ολοκληρωτικά τον Σαμουήλ στον Σπερχειό. Το 1001, όμως, ο Σαμουήλ επανεμφανίστηκε και ο Βασίλειος Β’ άρχισε εξοντωτικό αγώνα. Μπήκε θριαμβευτής στη Βέροια, στην Έδεσσα, στα Σέρβια και στα Σκόπια και από το 1003 έως το 1009 μετέφερε τις επιχειρήσεις σε εδάφη που ανέκαθεν κατείχαν οι Βούλγαροι. Το 1014 νίκησε ολοκληρωτικά τους Βουλγάρους στο Στενό του Κλειδίου, ανάμεσα στις Σέρρες και στο Μελένικο, και τα επόμενα χρόνια διέτρεχε τα εδάφη που είχε καταλάβει και τοποθετούσε βυζαντινές φρουρές.
Τον επόμενο αιώνα η Μ. δοκιμάστηκε από τους Νορμανδούς του Ροβέρτου Γυισκάρδου και του Βοημούνδου. Οι Νορμανδοί κατέλαβαν το 1082 το Δυρράχιο και προχωρώντας χωρίς εμπόδια έφτασαν στην Καστοριά, που έγινε βάση των επιχειρήσεών τους έως το 1083, οπότε την κατέλαβε ο Αλέξιος Α’ Κομνηνός. Στα τέλη του 12ου αι. οι Νορμανδοί, ξεκινώντας πάλι από το Δυρράχιο, προχώρησαν προς τη Θεσσαλονίκη, την οποία κατέλαβαν με συνδυασμένη επίθεση από την ξηρά και τη θάλασσα. Όμως δεν έμειναν πολύ: ύστερα από αλλεπάλληλες ήττες αποσύρθηκαν από τη Μ., τον Νοέμβριο του ίδιου έτους.
Το 1204 η Θεσσαλονίκη και η περιοχή της αποδόθηκαν στον Βονιφάτιο τον Μομφερατικό, αλλά η φραγκοκρατία στη Μ. πέρασε ως ένα επεισόδιο χωρίς συνέχεια, γιατί η κατοχή ήταν ολιγόχρονη (1204-24) και οι Φράγκοι έγιναν μισητοί στον λαό. Ο αγώνας εναντίον των Φράγκων στο Βυζάντιο άρχισε με επιτυχίες πρώτα στη Βόρεια Ελλάδα. Το μόνο που θυμίζει το πέρασμα των ξένων από τη Μ. είναι το φρούριο του Πλαταμώνα, που το έχτισε με σπουδή ο Βονιφάτιος πάνω σε παλαιότερο βυζαντινό πυρήνα. Το 1224 η Μ. υπάχθηκε στο Δεσποτάτο της Ηπείρου και ο δεσπότης Θεόδωρος Άγγελος (1224-30) στέφθηκε αυτοκράτορας στη Θεσσαλονίκη. Στα χρόνια που ακολούθησαν έγιναν σφοδροί αγώνες μεταξύ του Δεσποτάτου της Ηπείρου και της Αυτοκρατορίας της Νικαίας για την κατοχή της Μ., επειδή η κατάληψη της Θεσσαλονίκης και της Μ. αποτελούσαν απαραίτητη προϋπόθεση για την ανάκτηση της Κωνσταντινούπολης. Το 1246 η Μ. προσαρτήθηκε στην αυτοκρατορία της Νικαίας και μετατράπηκε σε μακρινή της επαρχία, λίγο-πολύ ανεξάρτητη, και λίγο αργότερα, το 1261, με την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τον Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγο ενσωματώθηκε στη Βυζαντινή αυτοκρατορία.
Τον 14o αι. η Θεσσαλονίκη γνώρισε την περίοδο της μεγαλύτερης πνευματικής και καλλιτεχνικής ακμής της –χρυσός αιώνας της Θεσσαλονίκης– και αποτέλεσε τον δεύτερο πόλο μετά την Κωνσταντινούπολη, γύρω από τον οποίο περιστράφηκε ο εθνικός βίος του τελευταίου βυζαντινού αιώνα. Το 1307 οι Καταλανοί κατέλαβαν τη χερσόνησο της Κασσάνδρας στη Χαλκιδική και από εκεί λεηλάτησαν τα μοναστήρια του Αγίου Όρους. Το 1308 προσπάθησαν να κυριεύσουν τη Θεσσαλονίκη, αλλά απέτυχαν και, αφού νικήθηκαν έξω από τη Βέροια, εγκατέλειψαν οριστικά τη Μ.
Τα επόμενα χρόνια υπήρξαν πολύ ταραγμένα και τόσο η Θεσσαλονίκη, όσο και ολόκληρη η Μ. διαδραμάτισαν πρωτεύοντα ρόλο. Μετά την περιπέτεια των Καταλανών άρχισε ο πόλεμος «των δύο Ανδρόνικων» και επακολούθησαν οι δυναστικοί αγώνες του Καντακουζηνού, η επανάσταση των Ζηλωτών και οι έριδες των Ησυχαστών (βλ. λ. Ζηλωτές· ησυχαστές).
Η περίοδος της τουρκοκρατίας. Στους πέντε αιώνες της τουρκικής κυριαρχίας στη Μ. ο γεωγραφικός όρος Μ. υπέστη ουσιώδεις διαφοροποιήσεις. Δεν αντιστοιχούσε στον μάλλον αόριστο βυζαντινό όρο, όπως είναι γνωστός από τους βυζαντινούς συγγραφείς, δεν κάλυπτε την έκταση της σημερινής ελληνικής Μ. ούτε περιλάμβανε περιοχές που, για λόγους πολιτικής σκοπιμότητας, μετονομάστηκαν μακεδονικές, για να αποτελέσουν τμήματα ή εδαφικές διεκδικήσεις ενός μεταπολεμικά δημιουργημένου κρατιδίου. Επί τουρκοκρατίας ο όρος Μ. σήμαινε γενικά την περιοχή που περικλείουν Α ο Νέστος, Ν το Αιγαίο, ο Όλυμπος, τα Χάσια και τα Καμβούνια, Δ οι ηπειρωτικές και αλβανικές σήμερα οροσειρές της Πίνδου και Β τα μεγάλα ελληνικά κέντρα του Κρουσόβου, του Περλεπέ, των Βελεσών (σήμερα Τίτοβ Βέλες), της Στρώμνιτσας και του Μελενίκου.
Στο λυκόφως της βυζαντινής περιόδου μεγάλα τμήματα της Μ. βρίσκονταν στα χέρια των διαδόχων του Σέρβου κράλη Στεφάνου Ντουσάν (1331-55), οι οποίοι, για σύντομο χρονικό διάστημα (1364-71) είχαν επεκτείνει την εξουσία τους έως τη Χαλκιδική και το Άγιον Όρος. Διαρκούσε ακόμα η σερβική κυριαρχία όταν οι Οθωμανοί εμφανίστηκαν στην Ευρώπη (1360). Μετά την κατάκτηση της Αδριανούπολης (1361) και της Φιλιππούπολης (1363) –και προπάντων ύστερα από την ήττα των Σέρβων στο Τσιρμέν, κοντά στον Έβρο (1371)– ο δρόμος για τη Μ. και την υπόλοιπη Ελλάδα ήταν ανοιχτός για τους Οθωμανούς. Σοβαρές προσπάθειες για την ανάσχεση των τουρκικών κατακτήσεων έγιναν από τον βυζαντινό διοικητή της Θεσσαλονίκης Μανουήλ Β’ Παλαιολόγο (ανακατάληψη Σερρών το 1371, επιδιορθώσεις φρουρίων σε αμυντικό ημικύκλιο γύρω από τη Θεσσαλονίκη, κοινωνικές μεταρρυθμίσεις για την ενίσχυση, με πρόνοιες, της στρατιωτικής ολιγαρχίας σε βάρος των μοναστηριακών κτημάτων κ.ά.), με εφήμερο ωστόσο αποτέλεσμα (1383 τουρκική κατάληψη Σερρών και Μοναστηρίου, 1384 κατάληψη Ζίχνας, 1383-87 και 1391 πολιορκία και άλωση της Θεσσαλονίκης, 1385-86 κατάληψη Βέροιας, 1389 κατάληψη Κίτρους, 1393 άλωση του φρουρίου των Σερβίων). Την τουρκική στρατιωτική προέλαση ακολούθησε εποικισμός ορισμένων εδαφών της Μ. με μουσουλμανικούς πληθυσμούς της Μικράς Ασίας (Γιουρούκοι, Κονιάροι). Η καταστροφή των Οθωμανών στη μάχη της Αγκύρας (1402) έδωσε την ευκαιρία στον Μανουήλ Β’, αυτοκράτορα τότε της Κωνσταντινούπολης, να ανακαταλάβει τη Θεσσαλονίκη (1403), τη Χαλκιδική και την παραλιακή περιοχή από τον Στρυμόνα έως τα Τέμπη. Οι Οθωμανοί ωστόσο επανήλθαν (1412, 1416) και διέσχισαν ανενόχλητοι τις μακεδονικές πεδιάδες· με την τελευταία (1430) άλωση της Θεσσαλονίκης και την κατάλυση της εφήμερης ενετοκρατίας στη μακεδονική πρωτεύουσα (1423-30), η τουρκική κυριαρχία στη Μ. οριστικοποιήθηκε.
Με την παγίωση της τουρκοκρατίας ο κάτοικοι, στην προσπάθεια τους να γλιτώσουν από την καταπίεση, το παιδομάζωμα, τη βαριά φορολογία και γενικά τις αυθαιρεσίες των κατακτητών, έφυγαν άλλοι προς τις φραγκοκρατούμενες περιοχές και την Ιταλία και οι περισσότεροι προς τα ορεινά. Έτσι δημιουργήθηκαν τα ορεινά κεφαλοχώρια της ανατολικής και προπάντων της δυτικής Μ. (Βλάστη, Κλεισούρα, Βογατσικό, Σαμαρίνα κ.ά.), τα οποία γνώρισαν στους τρεις επόμενους αιώνες ιδιαίτερη οικονομική και πολιτιστική ακμή.
Στα τέλη του 15ου αι. έφτασαν στη Μ. –κυρίως στη Θεσσαλονίκη– μεγάλες ομάδες Εβραίων, διωγμένοι από διάφορα ευρωπαϊκά κράτη, άλλοι από τη Γερμανία και την Ουγγαρία (που ονομάζονταν Ασκεναζίμ, εβρ. Aschkenaz = Γερμανία) και άλλοι –οι περισσότεροι και πιο εξελιγμένοι πολιτιστικά– από την Ισπανία, ύστερα από την έξωσή τους από τους καθολικούς βασιλιάδες Φερδινάνδο και Ισαβέλλα (1492). Αυτοί, ενωμένοι με ομοφύλους τους από την Πορτογαλία, την Προβηγκία (1497), τη Σικελία και την Κάτω Ιταλία (1493) και με το κοινό όνομα Ισπανοεβραίοι ή Σεφαρδίμ (εβρ. Sepharad = Ισπανία), πύκνωσαν τον πληθυσμό της Μ. και δημιούργησαν στη Θεσσαλονίκη τη μεγαλύτερη εβραϊκή κοινότητα της Ευρώπης.
Στα τέλη του 15ου αι. άρχισε η κάθοδος Ελλήνων, Σλάβων, Βλάχων και Ρώσων μοναχών προς το Άγιον Όρος, που σύντομα επανέκτησε την αλλοτινή του κίνηση με το χτίσιμο νέων μονών και την επάνδρωση των παλιών. Τα εισοδήματα των μοναστηριών αυξήθηκαν και κάποια πολιτιστική άνοδος εμφανίστηκε με τη βαθμιαία επικράτηση μιας νέας τεχνοτροπίας στη ζωγραφική, της Κρητικής, που πήρε τη θέση της Μακεδονικής σχολής.
Κατά τις τρεις τελευταίες δεκαετίες του 16ου και σχεδόν ολόκληρο τον 17o αι. σημειώθηκαν στη Μ., όπως και σε άλλες περιοχές της Ελλάδας, ποικίλες επαναστατικές κινήσεις εναντίον των Τούρκων. Οι κινήσεις αυτές, που δεν έχουν ακόμα γίνει γνωστές με συγκεκριμένες πληροφορίες, υποθάλπονταν κατά κανόνα από ευρωπαϊκές δυνάμεις ή από φιλόδοξους ηγεμόνες της Δύσης, που προσπαθούσαν να εκμεταλλευτούν τον πόθο των Μακεδόνων για ελευθερία σε περιόδους πολεμικών κρίσεων (κυπριακός πόλεμος 1568-71, ουγγρικός πόλεμος 1593-1608, κρητικός πόλεμος 1645-69, ενετοτουρκικός πόλεμος 1684-99 κ.ά.). Την ίδια εποχή στη Μ. ιδιαίτερη ακμή γνώρισαν οι κλέφτες και οι αρματολοί, οι οποίοι επωφελήθηκαν από την αναρχία και τη διοικητική ακαταστασία, που επικρατούσε στα ορεινά. Οι τουρκικές πηγές, που παρέχουν πληροφορίες για τη δράση των κλεφτών, δεν είναι πάντα σαφείς και ακριβοδίκαιες, σε βαθμό ώστε να μην είναι πάντοτε εύκολο να προσδιοριστεί ο αληθινός ρόλος αυτών των Ελλήνων παρανόμων. Η δραστηριότητα των Ελλήνων οπλαρχηγών ανάγκασε τους Τούρκους να επιχειρήσουν την αντικατάστασή τους στη Θεσσαλία, στην Ήπειρο και στη Μ. με μουσουλμάνους (κυρίως Αλβανούς) αρματολούς (1699). Τα χρόνια αυτά ανέπτυξε τη δραστηριότητά του ένας ξακουστός Μακεδόνας κλέφτης, ο Κοζανίτης Μεϊντάνης (έδρασε γύρω στα 1660-90 στις περιοχές της Καστοριάς, της Έδεσσας, της Βέροιας, των Σερβίων, της Ελασσόνας και των Τρικάλων).
Με την υπογραφή της συνθήκης του Κάρλοβιτς (1699) αναπτύχθηκαν μεταξύ της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και της Αυστρίας –η οποία εξελίχθηκε σε μεγάλη και ισχυρή ευρωπαϊκή δύναμη– στενές εμπορικές επαφές και τακτική ανταλλαγή προϊόντων. Από την κατάσταση αυτή επωφελήθηκαν ιδιαίτερα οι Έλληνες της Θεσσαλίας, της Ηπείρου και της Μ., προπάντων οι κάτοικοι της δυτικής Μ. Μετά τη συνθήκη του Πασάροβιτς (1718), με την οποία η Αυστρία έφτασε έως το Βελιγράδι και το βανάτο του Τεμεσβάρ, η ελεύθερη άσκηση του εμπορίου στην ξηρά, στη θάλασσα και στον Δούναβη έδωσε στους Μακεδόνες πολλές δυνατότητες να αναπτύξουν έντονη εμπορική δραστηριότητα. Κέντρο αυτής της εμπορικής δραστηριότητας αναδείχθηκε η Θεσσαλονίκη και κύριοι φορείς της οι Έλληνες της κεντρικής και της δυτικής Μ. Μαζί με τους Έλληνες, δρούσαν και Εβραίοι μεταπράτες, των οποίων ο αριθμός αυξήθηκε με νέες αφίξεις ομοφύλων (πλούσιων εμπόρων) από την Ισπανία, την Πορτογαλία και την Ιταλία. Σημαντική άνθηση παρουσίασε το εμπόριο και στο εσωτερικό της Μ., όπου η διακίνηση των εμπορευόμενων διευκολυνόταν από τις τοπικές εμποροπανηγύρεις (γνωστές είναι οι εμποροπανηγύρεις των Σερβίων, από τον 17o αι. της Ντόλιανης, των Σερρών, του Μαυρονόρους της δυτικής Μ., του Αβρέτ Χισάρ της κεντρικής Μ., κ.ά.).
Η διενέργεια του εσωτερικού και του εξωτερικού εμπορίου γινόταν κάτω από εξαιρετικά δύσκολες συνθήκες, εξαιτίας κυρίως των Αλβανών μισθοφόρων, που μετατρέπονταν σε άτακτους άρπαγες και ληστές. Φοβερή ήταν η κατάσταση στη δυτική Μ., προπάντων ύστερα από την έκρηξη του Ρωσοτουρκικού πολέμου του 1768-74. Γνωστή είναι η καταστροφή ολόκληρης πόλης, της ανθηρής Μοσχόπολης, της οποίας οι κάτοικοι έφυγαν ομαδικά στα 1768-69, για να εγκατασταθούν σε πιο ασφαλή μέρη (Κορυτσά, Ιωάννινα, Αμπελάκια, Μοναστήρι, Θεσσαλονίκη, Σέρρες, Βελεσά, Χρούπιστα, Κλεισούρα, Βελιγράδι, Βουδαπέστη, Βιέννη). Την ίδια εποχή (1770) δρούσαν στη Μ. Έλληνες επαναστάτες, υποκινημένοι από τον Σιατιστινό λοχαγό του ρωσικού στρατού Γεώργιο Παπαζώλη και άλλους πράκτορες των τριών αδελφών Ορλόφ. Στη δυτική Μ. πρωτοστατούσε ο κλέφτης των Γρεβενών Ζιάκας, στον Όλυμπο οι Ζήδρος και Λάζος και στα Χάσια ο Μπλαχάβας, καθώς επίσης και άλλοι, γνωστοί κυρίως από τα δημοτικά τραγούδια που εξυμνούν τα κατορθώματά τους. Σημαντικό ρόλο έπαιξαν στα χρόνια του πολέμου και οι κάτοικοι της Θάσου, όπου οι Ρώσοι ίδρυσαν ένα είδος ναυτικής βάσης για τον εφοδιασμό του στόλου τους ή την απαραίτητη ξυλεία. Η επιδείνωση της κατάστασης στο εσωτερικό της Μ., την οποία προκάλεσαν οι συνέπειες του Ρωσοτουρκικού πολέμου και της αρβανιτοκρατίας, εξώθησαν τον πληθυσμό πολλών περιοχών προς τον εξισλαμισμό. Από τις τραγικότερες περιπτώσεις είναι οι ομαδικοί εξισλαμισμοί των δυτικομακεδονικών χωριών των κοιλάδων Ανασελίτσας Γρεβενών και Ελασσόνας. Είναι οι ελληνόφωνοι μουσουλμάνοι, γνωστοί με το όνομα Βαλαάδες (Βαλαχί = μα τον Θεό). Ομαδικές εξωμοσίες παρατηρήθηκαν περίπου την ίδια εποχή και σε άλλες περιοχές της Μ., όπως για παράδειγμα στα Σέρβια, στα Νότια (κεντρική Μ.), στο Λιάλοβο (ανατολική Μ.) κ.α. Ενδεικτικό της αντίστασης των κατοίκων είναι το παράδειγμα των νεομαρτύρων της Μ. (Δημήτριος από τη Σαμαρίνα, η Κυράννα από την Όσσα κ.ά.). Από την άλλη μεριά, για να τονώσουν το θρησκευτικό και εθνικό αίσθημα των κατοίκων, παρουσιάστηκαν σημαντικές πνευματικές προσωπικότητες, που ανέλαβαν τη διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας και του Ευαγγελίου. Πλάι στους λαϊκούς ιεραποστόλους (κυρίως τον Κοσμά τον Αιτωλό) έδρασαν λόγιοι και εκκλησιαστικοί άντρες, οι οποίοι φρόντισαν για την ίδρυση και την επάνδρωση σχολείων σε διάφορα μέρη της Μ. (Θεσσαλονίκη, Νάουσα, Πολύγυρος, Έδεσσα, Κοζάνη, Σέρβια, Σέρρες, Άγιον Όρος). Σημαντικότερο εκπαιδευτικό κέντρο της εποχής μπορεί να θεωρηθεί η Αθωνιάς Ακαδημία, που ιδρύθηκε το 1749 με ενέργειες του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου και του οικουμενικού πατριάρχη Κύριλλου Ε’ (κυριότερος δάσκαλός της υπήρξε ο διακεκριμένος Κερκυραίος λόγιος Ευγένιος Βούλγαρις).
Οι δυσμενείς συνθήκες διαβίωσης των Μακεδόνων και οι ευκαιρίες που τους προσέφερε η ανάπτυξη των εμπορικών σχέσεων μεταξύ της Οθωμανικής και της Αυστροουγγρικής αυτοκρατορίας, έδωσαν νέα ώθηση στον εκπατρισμό. Έτσι τον 17o και τον 18o αι. παρατηρήθηκε ρεύμα μεταναστών κυρίως από τη δυτική Μ. προς τη Σερβία, τη Μολδοβλαχία, την Ουγγαρία, την Αυστρία και τη Γερμανία. Από τους Μακεδόνες αυτούς αποδήμους –πολλοί από τους οποίους προέρχονταν από βλαχόφωνα ορεινά χωριά της δυτικής Μ.– αρκετοί διέπρεψαν στις νέες πατρίδες τους όχι μόνο στο εμπόριο (ιδρύοντας τις ελληνικές κομπανίες), αλλά και στα γράμματα· συνέστησαν οργανωμένες ελληνικές κοινότητες, ίδρυσαν σχολεία και βιβλιοθήκες. Από τα ελληνικά σχολεία των αποδήμων Μακεδόνων το πιο γνωστό ήταν το Ελληνομουσείον του Ζέμουν, ΒΔ του Βελιγραδίου. Διακεκριμένος Μακεδόνας λόγιος της διασποράς ήταν ο Δημήτριος Δημητρίου, θεατρικός συγγραφέας, ποιητής και πατριώτης, που γεννήθηκε στο Ζάγκρεμπ από Σιατιστινούς γονείς· ο Δημητρίου θεωρείται από τους θεμελιωτές του κρατικού θεάτρου και τους πρωτεργάτες της ιλλυριστικής κίνησης, που απέβλεπε στην ένωση όλων των Γιουγκοσλάβων (= Σλάβων του Νότου) στην ιλλυρική εθνότητα. Αξίζει να σημειωθεί η έκδοση ελληνικών βιβλίων από τους Μακεδόνες αποδήμους, η ίδρυση τυπογραφείων και η ποικίλη εκδοτική και εθνική δραστηριότητά τους στις σερβικές, τρανσυλβανικές, ουγγρικές και αυστριακές πόλεις, ιδιαίτερα στις Ζέμουν, Βούδα, Πέστη και Βιέννη, όπου τυπώνονταν και ελληνικές εφημερίδες από τον Γεώργιο Βεντότη, τους αδελφούς Μαρκίδες Παυλίους (1790-97) από τη Σιάτιστα, τον Κοζανίτη Ευφρόνιο Πόποβιτς (1811), τον Άνθιμο Γαζή (Λόγιος Ερμής, 1811-14, 1816-21) κ.ά. Πλάι στους λογίους και στους κληρικούς διέπρεψαν και άλλοι Μακεδόνες στην άμιλλα για την τόνωση του εθνικού αισθήματος των Ελλήνων· πρόκειται για τους μεγάλους ευεργέτες, οι οποίοι θέλησαν να χρησιμοποιήσουν τον πλούτο τους –τον οποίο απέκτησαν με το εμπόριο ή με τις ανώτερες διοικητικές θέσεις που ανέλαβαν στα κράτη που τους φιλοξενούσαν– στην ίδρυση σχολείων και διαφόρων κοινωφελών κληροδοτημάτων στην υπόδουλη πατρίδα τους. Οι χειρονομίες αυτές και γενικά η επίδραση των αποδήμων στην πολιτιστική εξέλιξη της γενέτειράς τους είχαν ευνοϊκά αποτελέσματα: παρατηρήθηκε οικονομική ανάπτυξη και εκπαιδευτική δραστηριότητα στις Σέρρες, στο Μελένικο, στη Σαμαρίνα, στη Σιάτιστα, στην Κοζάνη, στο Βογατσικό, στη Βλάστη, στην Καστοριά, στην Κλεισούρα, στην Αχρίδα κ.α.
Οι πολύχρονοι αγώνες για την αποτίναξη της τουρκοκρατίας. Στα τέλη του 18ου αι., ο Αλή πασάς των Ιωαννίνων ανέλαβε και τη διοίκηση της Μ., άλλοτε με σουλτανική έγκριση και άλλοτε πραξικοπηματικά. Το 1798 κατέλαβε την Έδεσσα, απ’ όπου εξόρμησε κυριεύοντας αιφνιδιαστικά και τη Βέροια. Ανάλογη απόπειρά του εναντίον της ακμαίας τότε Νάουσας συνάντησε τη σφοδρή αντίσταση των κατοίκων, οι οποίοι κατάφεραν να αποκρούσουν τους Αλβανούς οπλοφόρους του φιλόδοξου τοπάρχη. Τελικά, η πόλη πέρασε με όρους στην επικυριαρχία του Αλή πασά το 1804. Τον ίδιο χρόνο, ισχυρές δυνάμεις του Αλή πασά, ορμώμενες από τις απολυταρχικές διαταγές για την πάταξη της ληστείας στην ανατολική Μ. και στη Θράκη, προχώρησαν έως τη Φιλιππούπολη και τη Σόφια, καταπιέζοντας και αργυρολογώντας τους κατοίκους και καταπατώντας περιοχές που ανήκαν στη δικαιοδοσία άλλου Τούρκου τοπάρχη, του Ισμαήλ μπέη των Σερρών.
Με την είσοδο στον 19o αι. σημειώθηκε στη Βαλκανική ένα σημαντικό γεγονός, η σερβική επανάσταση, που εντυπωσίασε, περισσότερο από τους υπόλοιπους Έλληνες, τους κοντινούς προς τη Σερβία Θεσσαλούς, Ηπειρώτες και Μακεδόνες. Ο Γεωργάκης Ολύμπιος, που είχε δημιουργήσει παλαιότερα στενούς δεσμούς με τον Καραγεώργη της Σερβίας, οδήγησε πολλούς Μακεδόνες στο στρατόπεδο των Σέρβων επαναστατών και πολέμησε μαζί τους. Ύστερα από την έκρηξη του νέου Ρωσοτουρκικού πολέμου (1806-12), η ατμόσφαιρα στη Μ. ηλεκτρίστηκε και οι παλιοί αρματολοί άρχισαν έντονη αντιτουρκική δραστηριότητα, πρώτα στα ορεινά και έπειτα, με την ίδια επιτυχία, στη θάλασσα. Ο Νικοτσάρας εγκατέλειψε τα κρησφύγετά του στον Όλυμπο και, με 700 άντρες, εγκατέστησε ορμητήριο στις βόρειες Σποράδες, για να αρχίσει έναν σκληρό ναυτικό πόλεμο επιδρομών και πειρατικών επιχειρήσεων στα μακεδονικά παράλια (1803-6). Περίπου έναν χρόνο αργότερα, ο Νικοτσάρας επέστρεψε στη Βόρεια Ελλάδα και, ύστερα από συνεννόηση με τον Σενιάβιν, τον επικεφαλής της ρωσικής ναυτικής μοίρας που δρούσε στο Αιγαίο, πραγματοποίησε μια τολμηρή επιχείρηση μέσα από τις τουρκικές γραμμές (Σταυρός Χαλκιδικής, Αχινός, Στρυμόνας, Ζίχνα, Άγιον Όρος). Η αναστάτωση και οι φήμες για ρωσικές επιτυχίες παρέσυραν στην εξέγερση και τους αρματολούς των Χασιών Μπλαχαβαίους.
Μετά τον Ρωσοτουρκικό πόλεμο (1812) ένα μέρος της Μ., η Θάσος, παραχωρήθηκε από τον σουλτάνο στον Μεχμέτ Αλή της Αιγύπτου και γνώρισε έτσι για ένα διάστημα περίπου δέκα ετών (1812-21) μια ιδιαίτερα ακμή και σχετική αυτονομία. Οι Μακεδόνες προετοιμάστηκαν έγκαιρα για την επανάσταση του 1821. Το 1819 είχαν ήδη μυηθεί στη Φιλική Εταιρεία πολλοί Θεσσαλονικείς, Ναουσαίοι, Δυτικομακεδόνες, Σερραίοι, κληρικοί διάφορων μακεδονικών επισκόπων κ.ά.
Οι πρώτες σοβαρές επαναστατικές ενέργειες στη Μ. έγιναν με πρωτεργάτη τον Εμμανουήλ Παπά (1772-1821). Στις 23 Μαρτίου 1821 αναχώρησε από την Κωνσταντινούπολη με καράβι φορτωμένο όπλα και πυρομαχικά και αποβιβάστηκε στη μονή Εσφιγμένου του Αγίου Όρους. Στη μονή αυτή συγκεντρώθηκαν κρυφά την επόμενη μέρα της απόβασης του Παπά οι εκπρόσωποι των μοναχών και κατάρτισαν το σχέδιο της εξέγερσης στην κεντρική Μ. Οι επαναστατικές κινήσεις γρήγορα απλώθηκαν και σε άλλα μέρη της Μ. (Σέρρες, Πολύγυρος, Θεσσαλονίκη), χωρίς όμως να καταλήξουν σε ενθαρρυντικά αποτελέσματα. Οι τουρκικές αρχές αντέδρασαν με δριμύτητα: αλλού κατόρθωσαν να αποθαρρύνουν τους Έλληνες, αλλού εξώθησαν τα πράγματα στα άκρα. Η τακτική αυτή οδήγησε στην εξέγερση του Πολύγυρου (17 Μαΐου 1821), γεγονός που προκάλεσε φοβερά αντίποινα του Τούρκου διοικητή της Θεσσαλονίκης και την οργάνωση εκστρατείας εναντίον των επαναστατών της Χαλκιδικής, όπου στο μεταξύ είχε ξεσηκωθεί η Κασσάνδρα, η Ορμύλια, τα χωριά της Σιθωνίας και τα Μαντεμοχώρια της Αρναίας. Την ίδια εποχή επαναστάτησε και η Θάσος.
Στις 4 Ιουνίου 1821 ο Αχμέτ μπέης των Γιαννιτσών χτύπησε ένα σώμα επαναστατών κοντά στο Σέδες, έξω από τη Θεσσαλονίκη, και το διέλυσε, σκοτώνοντας τον αρχηγό των Ελλήνων Χάψα. Ύστερα από αυτό, οι Τούρκοι άρχισαν να απωθούν συστηματικά τους Έλληνες προς το εσωτερικό της Χαλκιδικής και τελικά προς το Άγιον Όρος και τη χερσόνησο της Κασσάνδρας. Στην προέλασή τους κατέστρεφαν τα χωριά και αιχμαλώτιζαν τους κατοίκους, για να τους πουλήσουν στα σκλαβοπάζαρα της Θεσσαλονίκης. Στα τέλη Σεπτεμβρίου ανέλαβε την αρχηγία των τουρκικών στρατευμάτων και τη διοίκηση της κεντρικής Μ. ο ικανός και σκληροτράχηλος βεζίρης Μεχμέτ Εμίν πασάς, ο γνωστός ως Εμπού Λουμπούτ (= ροπαλοφόρος), ο οποίος εκστράτευσε με 3.000 στρατιώτες κατά τα μέσα Οκτωβρίου εναντίον της Κασσάνδρας. Ύστερα από επίμονες επιθέσεις, έσπασε τις γραμμές των επαναστατών και κατέπνιξε το κίνημα με σοβαρές σφαγές και λεηλασίες. Την ίδια εποχή στο Άγιον Όρος επικρατούσε αποθάρρυνση και τάση υποταγής, γεγονός που ανάγκασε τον Εμμανουήλ Παπά να αφήσει αποκαρδιωμένος τη Χαλκιδική και με καράβι να τραπεί, με μερικούς συντρόφους του, κληρικούς και λαϊκούς, προς την Ύδρα, όπου όμως δεν πρόλαβε να αποβιβαστεί ζωντανός. Ύστερα επακολούθησε η δήλωση υποταγής των Αγιορειτών καθώς επίσης και των επαναστατών της Σιθωνίας και της Θάσου (Δεκέμβριος 1821). Λίγους μήνες μετά τη λήξη της εξέγερσης στη Χαλκιδική επαναστάτησαν τα Πιέρια και το Βέρμιο. Στις 8 Μαρτίου 1822 ο οπλαρχηγός του Ολύμπου Διαμαντής Νικολάου, ενισχυμένος από άντρες και όπλα που έφτασαν στο Ελευθεροχώρι με ψαριανά καράβια, και με αρχηγούς τον υπασπιστή του Υψηλάντη Γρηγόριο Σάλα και τον Κοζανίτη απομνημονευματογράφο Νικόλαο Κασομούλη, πολιόρκησε την οχυρή κωμόπολη Κολινδρό των Πιερίων. Η επιχείρηση εκείνη δεν κατέληξε σε θετικά αποτελέσματα, επειδή ο Μεχμέτ Εμίν είχε προλάβει έγκαιρα να ενισχύσει με άντρες και πυροβόλα τις φρουρές της περιοχής της Κατερίνης και της Βέροιας.
Στο μεταξύ, από το ελληνικό στρατόπεδο του Κολινδρού είχε σταλεί στη Νάουσα ο υπασπιστής του Σάλα Νικόλαος Κανούσης, ο οποίος (από κοινού με τον Ναουσαίο άρχοντα Ζαφειράκη, τον οπλαρχηγό του Βερμίου Καρατάσο και τον Εδεσσαίο αρματολό Γάτσο) κατά τα μέσα Μαρτίου του 1822 και εξ ονόματος της ελληνικής επαναστατικής κυβέρνησης κήρυξε την επανάσταση στην κεντρική Μ. Οι επαναστάτες εξαπέλυσαν μια ανεπιτυχή επιχείρηση εναντίον της Βέροιας και είχαν μερικές εντυπωσιακές επιτυχίες στα ορεινά (στη μονή Δοβρά της Βέροιας). Αλλά ο Μεχμέτ Εμίν, θέλοντας να προλάβει επέκταση των εχθροπραξιών, εκστράτευσε ο ίδιος εναντίον των επαναστατών και με πολυάριθμο στρατό (10.000 τακτικούς και 10.000 άτακτους) πολιόρκησε στενά τη Νάουσα. Στις 31 Μαρτίου ξεκίνησαν οι τουρκικές επιθέσεις, που συνάντησαν όμως ισχυρή αντίσταση των Ελλήνων. Τέλος, στις 13 Απριλίου 1822 οι πολιορκητές εισέβαλαν στην πόλη και άρχισαν συστηματική σφαγή. Κατά τη διάρκεια των οδομαχιών συνέβησαν στη Νάουσα τραγικά γεγονότα αλλά και ηρωικές πράξεις των κατοίκων (Αραπίτσα, Πύργος Ζαφειράκη κλπ.). Η πτώση και η καταστροφή της Νάουσας σήμανε και το ουσιαστικό τέλος της επανάστασης στη Μ. Οι Μακεδόνες ωστόσο, που κατέφυγαν ομαδικά προς τις νοτιότερες περιοχές (βόρειες Σποράδες, Στερεά Ελλάδα, Πελοπόννησος), έλαβαν μέρος σε επιχειρήσεις στην υπόλοιπη επαναστατημένη Ελλάδα.
Μετά τη δημιουργία του ελληνικού ανεξάρτητου κράτους, η Μ., που έμεινε έξω από τα ελληνικά σύνορα, περιορίστηκε περίπου για ογδόντα χρόνια στις υποσχέσεις των Τούρκων για διοικητικές μεταρρυθμίσεις και στις ελπίδες για προσεχή απελευθέρωση. Οι δεσμοί με την ελεύθερη Ελλάδα έγιναν πιο στενοί και Μακεδόνες έπαιρναν τακτικά μέρος σε πολεμικά γεγονότα στην Κρήτη (1841), στον Ελληνοτουρκικό πόλεμο (1897) και στους Βαλκανικούς πολέμους.
Το 1854, η κρίση του Κριμαϊκού πολέμου έδωσε αφορμή για την έκρηξη επανάστασης στη Μ. Αρχηγός των επαναστατών ορίστηκε ο Δημήτριος Καρατάσος-Τσάμης, γιος του οπλαρχηγού του Βερμίου Καρατάσου, ο οποίος είχε τρεις εντυπωσιακές επιτυχίες σε συμπλοκές με τους Τούρκους στη Χαλκιδική. Ο Ρωσοτουρκικός πόλεμος του 1878 προκάλεσε νέα κρίση. Οι Μακεδόνες της κεντρικής και της δυτικής Μ. εξεγέρθηκαν και σποραδικές επιτυχίες δημιούργησαν φρούδες ελπίδες ευνοϊκής επέμβασης των ευρωπαϊκών δυνάμεων. Στις 8 Ιανουαρίου 1878 ξέσπασε ανταρσία στην περιοχή των Πιερίων, όπου ο επίσκοπος Κίτρους Νικόλαος κήρυξε επίσημα την επανάσταση της Μ. Γρήγορα οι Τούρκοι αντέδρασαν: κήρυξαν στρατιωτικό νόμο στη Χαλκιδική, αναγκάζοντας τους κατοίκους να μην κινηθούν, κατέλαβαν την επαναστατημένη περιοχή του Κολινδρού και του Λιτόχωρου και κυνήγησαν τους επαναστάτες της δυτικής Μ. Στις 19 Φεβρουαρίου 1878 στάλθηκε από το Λιτόχωρο –έδρα της προσωρινής επαναστατικής κυβέρνησης της Μ.– έγγραφη έκκληση προς τις Μεγάλες Δυνάμεις για την υποστήριξη των ελληνικών αιτημάτων. Η κατάπνιξη της εξέγερσης οδήγησε (στις 3 Μαρτίου) στην καταστροφή του Λιτόχωρου και στον σκληρό διωγμό των επαναστατών του Ολύμπου και της βορειοδυτικής Μ.
Η υπογραφή της περιβόητης συνθήκης του Αγίου Στεφάνου (1878) αποτέλεσε τον πιο μεγάλο κίνδυνο για τον αφελληνισμό της Μ. Και παρότι η συνθήκη του Βερολίνου που ακολούθησε (1878), ματαίωσε τα ρωσικά σχέδια για τη δημιουργία μιας εκτεταμένης Βουλγαρίας σε βάρος της Ελλάδας (και της Σερβίας), οι συνέπειες εκείνης της πολιτικής εξακολούθησαν να απειλούν τους Μακεδόνες για αρκετές δεκαετίες.
Το 1871 η Μ. απέκτησε την πρώτη σιδηροδρομική της γραμμή (Θεσσαλονίκη-Σκόπια). Το 1888 άρχισε η κατασκευή νέας γραμμής από τα Σκόπια προς το Βελιγράδι· έτσι η Μ. ενώθηκε σιδηροδρομικά με την κεντρική Ευρώπη και τα περισσότερα κέντρα της ηπείρου. Το 1893 ολοκληρώθηκε η σύνδεση της Θεσσαλονίκης με τη Φλώρινα, το 1894 με το Μοναστήρι και δύο χρόνια αργότερα με την ανατολική Μ. και τη Θράκη, έως την Αλεξανδρούπολη (Δεδεαγάτς), απ’ όπου υπήρχε ήδη γραμμή προς την Κωνσταντινούπολη.
Τον Μάιο του 1876 και εξαιτίας του αναβρασμού που είχε προκαλέσει στους Τούρκους η εξέγερση της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης –που οδήγησε στη γνωστή μεγάλη κρίση του Ανατολικού Ζητήματος και κατέληξε στον Ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1877-78– σημειώθηκε στη Θεσσαλονίκη η σφαγή των προξένων της Γαλλίας και της Γερμανίας, γεγονός που προκάλεσε τρομερή αναστάτωση στον πληθυσμό της μακεδονικής πρωτεύουσας.
Στο μεταξύ, το βουλγαρικό σχίσμα (1870), το οποίο είχε ως στόχο ολόκληρη τη Βόρεια Ελλάδα, έγινε η αφετηρία σοβαρών αναστατώσεων στον μακεδονικό χώρο. Άρχισε πρώτα η προπαγανδιστική αναμέτρηση Ελλήνων και Βουλγάρων· η αναμέτρηση εκείνη, αφού εντάθηκε μετά την πραξικοπηματική κατάληψη της Ανατολικής Ρωμυλίας (1885), οδήγησε σε αιματηρό ανταγωνισμό του ελληνισμού και στον βουλγαρικό επεκτατισμό, που είναι γενικά γνωστός ως Μακεδονικός αγώνας. Η επίσημη στάση της Ελλάδας, ιδιαίτερα μετά τον ατυχή της πόλεμο του 1897, ήταν χαλαρή και αυτό βοήθησε την επιτυχία της βουλγαρικής προπαγάνδας. Το 1900 ο αγώνας έγινε ένοπλος. Στάλθηκαν στη Μ., ως εκπρόσωποι του Βουλγαρικού Κομιτάτου (βλ. λ. κομιτάτο), οπλισμένοι αντάρτες, οι κομιτατζήδες, οι οποίοι εργάστηκαν έντονα και με σκληρότητα για τη βίαιη επικράτηση των βουλγαρικών απόψεων. Δύο απόπειρες ωστόσο των ενόπλων αυτών ομάδων να παρασύρουν τον πληθυσμό της Μ. σε φιλοβουλγαρική επανάσταση (1902 και 20 Ιουλίου 1903, Ίλιντεν) απέτυχαν. Την ίδια εποχή ομάδες τρομοκρατών πραγματοποίησαν στη Θεσσαλονίκη επανειλημμένες δυναμιτιστικές ενέργειες (ανατίναξη της Οθωμανικής Τράπεζας, πυρπόληση του γαλλικού εμπορικού πλοίου Γκουαδαλκιβίρ κ.ά.) και, στο εσωτερικό της Μ., πυρπολήσεις χωριών και εκτελέσεις κληρικών, εκπαιδευτικών και πατριωτών. Οι ενέργειες αυτές προκάλεσαν την αντίδραση των Σέρβων και των Ελλήνων και η αιματηρή αναμέτρηση των αντιπάλων, ανάμεσα στους οποίους παρενέβαιναν –για να επιδεινώσουν την κατάσταση– και τουρκικές στρατιωτικές δυνάμεις, έδωσε την αφορμή για να επέμβουν οι κυβερνήσεις της Αυστρίας και της Ρωσίας (1903), με σκοπό να επιβάλουν στον σουλτάνο την εισαγωγή στη Μ. ειδικών διοικητικών μεταρρυθμίσεων.
Οι ελληνικές απώλειες και η αδυναμία των Τούρκων να επιβάλουν την τάξη οδήγησαν στην ενεργή (αν και ανεπίσημη) ελληνική ανάμειξη. Πρώτος και σπουδαιότερος θιασώτης της ιδέας εκείνης στάθηκε ο Ίων Δραγούμης, ο οποίος ήδη το 1903 σχημάτισε στο Μοναστήρι την πρώτη ελληνική επιτροπή, που αποτέλεσε αργότερα τον πυρήνα της Μακεδονικής Φιλικής Εταιρείας, της οποίας ενεργά όργανα στάθηκαν στην αρχή δύο οπλαρχηγοί της δυτικής Μ., ο καπετάν Βαγγέλης (από το Στρέμπενο της Καστοριάς) και ο καπετάν Κώττας (από τα Κορέστια).
Τον Φεβρουάριο του 1904 μπήκαν στη Μ. οι πρώτοι Έλληνες αξιωματικοί, μεταξύ των οποίων και ο Παύλος Μελάς (1870-1904). Στο μεταξύ ιδρύθηκε στην Αθήνα Μακεδονικόν Κομιτάτον από λόγιους και δημοσιογράφους με σκοπό τη συλλογή χρημάτων, εφοδίων και όπλων για τις ανάγκες των Ελλήνων ανταρτών της Μ. Στις 18 Αυγούστου μετέβη για τρίτη φορά στη Μ. ο Παύλος Μελάς, επικεφαλής 35 αντρών. Ο Μελάς έδρασε στη Μ. έως τις 13 Οκτωβρίου 1904, οπότε προδόθηκε στους Τούρκους και σκοτώθηκε σε συμπλοκή με τουρκικά στρατεύματα στη Σιάτιστα. Ο θάνατος του Μελά γενίκευσε τη συμμετοχή Ελλήνων ενόπλων στον Μακεδονικό αγώνα, γεγονός που αναπτέρωσε τις ελπίδες των Μακεδόνων και ανέκοψε το έργο των βουλγαρικών κομιτάτων.
Ο ελληνοβουλγαρικός ανταγωνισμός κράτησε έως το καλοκαίρι του 1908, οπότε η κήρυξη του συντάγματος που επέβαλαν στην Υψηλή Πύλη οι Νεότουρκοι, διασφάλιζε –όπως θεωρήθηκε για ένα σύντομο διάστημα– τη συναδελφοσύνη και την ελευθερία όλων των εθνοτήτων που ζούσαν στην Οθωμανική αυτοκρατορία και ειδικά στη Μ. Η επανάσταση των Νεότουρκων ξέσπασε στις 23 Ιουλίου 1908 στη Θεσσαλονίκη και επικράτησε μέσα σε γενική επιδοκιμασία. Δόθηκε αμνηστία και οι ένοπλοι που δρούσαν στα ορεινά (Έλληνες και Βούλγαροι) κατέβηκαν από τα κρησφύγετά τους στις μακεδονικές πόλεις. Οι αντιδράσεις των οπαδών του παλιού οθωμανικού καθεστώτος της Κωνσταντινούπολης εξουδετερώθηκαν (1909) και ο σουλτάνος Αμπντούλ Χαμίτ Β’ εξορίστηκε στη Θεσσαλονίκη και κλείστηκε στη βίλα Αλατίνι.
Οι μεταρρυθμίσεις και το καθεστώς αυτονομίας που είχαν υποσχεθεί οι Νεότουρκοι έμειναν –ως συνήθως– ανεφάρμοστες. Οι υπόδουλες εθνότητες της Βαλκανικής ξανάρχισαν να κινούνται ανήσυχα, οι ένοπλες ομάδες εμφανίστηκαν και πάλι και η αναστάτωση στην ύπαιθρο επανήλθε. Η κρίση οδήγησε σε κοινή επέμβαση Σερβίας, Ελλάδας, Βουλγαρίας και Μαυροβουνίου. Στις 16 Μαΐου 1912 υπογράφηκε ελληνοβουλγαρική συνθήκη αμυντικής συμμαχίας. Στις 30 Σεπτεμβρίου τα χριστιανικά κράτη της Βαλκανικής απαίτησαν από την Τουρκία ευρείες μεταρρυθμίσεις. Οι απαιτήσεις απορρίφθηκαν και, με το Μαυροβούνιο πρώτο, κηρύχθηκε την 1η Οκτωβρίου ο πόλεμος εναντίον της Τουρκίας. Ο ελληνικός στρατός (περίπου 100.000 άντρες) κατευθύνθηκε προς τη δύση και προς τον βορρά. Μετά τη μάχη των Γιαννιτσών οι ελληνικές δυνάμεις στράφηκαν προς τη Θεσσαλονίκη (19 και 20 Οκτωβρίου). Στις 26 Οκτωβρίου ο διοικητής του 8ου τουρκικού σώματος στρατού Χασάν Ταχσίν πασάς υπέγραψε στο Τόπσιν (Γέφυρα) το πρωτόκολλο της παράδοσης της μακεδονικής πρωτεύουσας στους Έλληνες.
Έντονες διπλωματικές προσπάθειες όλων των πλευρών προκάλεσαν αδιέξοδο στη διάσκεψη του Λονδίνου. Οι απαιτήσεις των Βουλγάρων για ελληνικές και σερβικές περιοχές οδήγησαν στην ελληνοσερβική προσέγγιση, που οριστικοποιήθηκε με τη συμμαχία της 19ης Μαΐου 1913. Στο μεταξύ στη Θεσσαλονίκη δολοφονήθηκε από έναν παράφρονα ονόματι Σχινά ο βασιλιάς Γεώργιος Α’ (5 Μαρτίου 1913). Στις 17 Ιουνίου οι Βούλγαροι άρχισαν αιφνιδιαστικά τις εχθροπραξίες εναντίον των Σέρβων και των Ελλήνων. Ο Β’ Βαλκανικός πόλεμος οδήγησε με σκληρές μάχες σε επέκταση των ελληνικών επιτυχιών (Κιλκίς-Λαχανάς, Σέρρες, Δράμα, Ξάνθη, Κομοτηνή). Η είσοδος στον πόλεμο και της Ρουμανίας επιτάχυνε την κατάρρευση της Βουλγαρίας. Με την ειρήνη, τέλος, του Βουκουρεστίου (1913), η Μ. ενσωματώθηκε οριστικά στον υπόλοιπο ελληνικό κορμό και απέκτησε τη γεωγραφικο-πολιτική μορφή, που διατηρεί μέχρι σήμερα.
Αρχαιολογία-μνημεία
Προϊστορία και αρχαιότητα. Η Μ. ως ενότητα, με την έννοια που περιγράφηκε, υποδιαιρείται σε περιοχές που από το απώτατο παρελθόν άλλοτε διεκδικούσαν και άλλοτε αποκτούσαν ανεξαρτησία έως κάποιο βαθμό. Στην Άνω Μ., Δ του Βερμίου, βρίσκονταν η Ελίμεια, η Ορεστίς, η Λυγκηστίς, η Δερρίοπος, η Πελαγονία και η Εορδαία.
Η Ελίμεια ή Ελιμιώτις απλωνόταν στον μέσο ρου του Αλιάκμονα, περίπου στις περιοχές των σημερινών νομών Γρεβενών και Κοζάνης. Η Ελίμεια και η Αιανή (σημερινή Καισάρεια)είναι οι μοναδικές πόλεις της περιοχής που αναφέρονται από τις ιστορικές πηγές. Η δεύτερη αποδεικνύεται ότι διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην ιστορία της Μ., καθώς από τις ανασκαφικές έρευνες που ξεκίνησαν το 1983 και συνεχίζονται μέχρι σήμερα αποδεικνύεται ότι υπήρχαν οργανωμένες και ευημερούσες αστικές δομές πολύ πριν την έλευση του Φίλιππου Β’· συγκεκριμένα, υπάρχουν ίχνη συνεχούς αστικής κατοίκησης από τη 2η χιλιετία π.Χ. μέχρι και τον 2ο αι. π.Χ. Σπουδαία λείψανα άγνωστης αρχαίας πόλης ήρθαν στο φως με ανασκαφές στο αρχαίο νεκροταφείο της Κοζάνης και στο γειτονικό ύψωμα του Αγίου Ελευθερίου. Τα ευρήματα της περιοχής φυλάσσονται στο Μουσείο της Κοζάνης, που στεγάζεται στο δημαρχείο. Τοπικές συλλογές υπάρχουν στην Αιανή και στη Σιάτιστα. Σπουδαία παλαιολιθική αξίνη, το αρχαιότερο εργαλείο από το ελληνικό έδαφος, βρέθηκε κοντά στο Παλαιόκαστρο. Από τους νεολιθικούς συνοικισμούς ο σπουδαιότερος είναι κοντά στα Σέρβια. Τέλος, στον νομό Γρεβενών και στην σημερινή τοποθεσία Καστρί, τα τελευταία χρόνια ανασκάπτεται υπό την εποπτεία του ΑΠΘ ένας κατά τα φαινόμενα σημαντικός οικισμός της κλασικής περιόδου. Το γεγονός ότι βρίσκεται σε υψόμετρο πάνω από 1.800 μ. και σε σημείο όπου η Μ. επικοινωνεί με την Ήπειρο σημαίνει πάρα πολλά για τις εμπορικές και πολιτικές σχέσεις των δύο περιοχών.
Η Ορεστίς απλωνόταν στην περιοχή της Καστοριάς και του Άργους Ορεστικού. Το αρχαίο Άργος (αβέβαιο πού) αποτελούσε το κέντρο των Ορεστών. Το Κέλετρον η Κήλητρον (σημερινή Καστοριά) είναι μία ακόμη πόλη που είναι γνωστή από ιστορικές πηγές, ενώ η Βάττυνα, κοντά στο Κρανοχώρι, είναι γνωστή από επιγραφές. Δεν έγιναν ποτέ συστηματικές αρχαιολογικές ανασκαφές και τα ευρήματα (επιφανειακά και τυχαία) φυλάσσονται σε τοπικές συλλογές, καθώς και στα μουσεία της Βέροιας και της Θεσσαλονίκης. Στο νότιο τμήμα της λίμνης της Καστοριάς βρίσκεται το χωριό Δισπηλιό· εκεί αποκαλύφθηκε σταδιακά ένας παραλίμνιος οικισμός της νεολιθικής περιόδου (γύρω στο 5800 π.Χ., πιθανότατα ο αρχαιότερος παραλίμνιος οικισμός της Ευρώπης), με ευρήματα που αποδεικνύουν υψηλό πολιτιστικό επίπεδο. Οι ανασκαφές ξεκίνησαν το 1932 και οι έρευνες συνεχίζονται σήμερα από τον καθηγητή του ΑΠΘ Γ. Χουρμουζιάδη.
Η Λυγκηστίς απλωνόταν στην περιοχή της Φλώρινας και του Μοναστηριού (Μπιτόλια), η οποία τώρα ανήκει στην ΠΓΔΜ. Από τις πόλεις της, γνωστές από ιστορικές πηγές, σπουδαιότερες ήταν η Ηράκλεια (κοντά στο Μοναστήρι) και η Βεύη. Σπουδαία λείψανα αρχαίων οικισμών έχουν αποκαλυφθεί με περιορισμένες ανασκαφές κοντά στη Φλώρινα και στο νησάκι του Αγίου Αχιλλείου της Πρέσπας. Τα ευρήματα του ελληνικού τμήματος της Λυγκηστίδος είναι συγκεντρωμένα στο νέο Μουσείο της Φλώρινας και στο Μουσείο της Θεσσαλονίκης. Στο τμήμα της Λυγκηστίδος που σήμερα βρίσκεται στην ΠΓΔΜ έχουν γίνει αξιόλογες ανασκαφές. Τα ευρήματα είναι συγκεντρωμένα κυρίως στα μουσεία του Μοναστηριού και του Βελιγραδίου (Σερβίας).
Η Δερρίοπος απλωνόταν στην περιοχή του Τσεπίκοβου και του Περλεπέ. Η πρωτεύουσα Στύβερρα ή Δερρίοπος ήταν στο Τσεπίκοβο. Άλλες γνωστές πόλεις ήταν η Αλκομενά, οι Κεραμιαί, το Βρυάνιον, η Περσηίς και η Κολόβαισα ή Κολοβαίση κοντά στον Περλεπέ.
Η Πελαγονία απλωνόταν στην περιοχή του Μοριχόβου, της Πέστανης και της Κόκρας έως τον Περλεπέ. Κοντά στο Μορίχοβο, στην αριστερή όχθη του Εριγώνος ποταμού, τοποθετείται η πόλη Πελαγονία. Δεν έχει εντοπιστεί η Αυδάριστος, η οποία αναφέρεται από τον Πτολεμαίο.
Η Εορδαία, τέλος, απλωνόταν στις σημερινές ελληνικές περιοχές της Άρνισσας και της Πτολεμαΐδας. Από τις γνωστές πόλεις, αξιόλογες ήταν η ομώνυμη Εορδαία, η Άρνισσα και η Κέλλη (Κέλλαι), ενώ η Γρήια έγινε γνωστή από επιγραφή. Οι Αργεάδες υπέταξαν νωρίς αυτό το τμήμα της Άνω Μ. στο κράτος των Αιγών. Επιφανειακά και τυχαία ευρήματα της περιοχής είναι συγκεντρωμένα στα μουσεία της Κοζάνης, της Έδεσσας και της Θεσσαλονίκης.
Στρυμονικό κόλπο. Πόλεις της ήταν η Άργιλος, η Τράγιλος, η Βέργη, η Ευπορία και οι Καλλίτεραι. Μικρές ανασκαφικές έρευνες έδωσαν ευρήματα που είναι συγκεντρωμένα στα μουσεία της Καβάλας και των Σερρών, όπως και των άλλων περιοχών της ανατολικής Μ., εκτός των Φιλίππων, που έχουν το δικό τους μουσείο.
Η Σιντική απλωνόταν Α του Στρυμόνα από το Σιδηρόκαστρο έως το –βουλγαρικό σήμερα– Μελένικο και το βουνό Μάλες. Από τις πόλεις της, αξιοσημείωτη ήταν η Ηράκλεια κοντά στο Σιδηρόκαστρο.
Ανατολικότερα βρισκόταν η Οδομαντική, δηλαδή η περιοχή των Σερρών και του Νευροκοπίου μέχρι τον Νέστο. Από τις πόλεις της, μόνο οι Σέρρες (αλλιώς Σίρρα, Σίρις) κράτησαν έως σήμερα την ονομασία τους. Η Σκοτούσα και η Γάζωρος ήταν επίσης πόλεις της Οδομαντικής.
Η Ηδωνίς στα Β του Παγγαίου και η Νέα Πιερία κατά μήκος της παραλίας συμπλήρωναν τον μακεδονικό χώρο προς τα Α έως τον Νέστο. Στα παράλια, το ενδιαφέρον συγκεντρώνεται στις αποικίες: Αμφίπολη, Νεάπολη (Καβάλα) κ.ά. Άλλες πόλεις της περιοχής ήταν το επίνειο της Αμφίπολης, δηλαδή η Ηιών, ο Φάγρης, η Γαληψός, η Απολλωνία, η Οισύμη, το Ακόντισμα, που ήταν σταθμός της Εγνατίας, και βέβαια οι Φίλιπποι (Κρηνίδες).
Σπουδαίοι προϊστορικοί τόποι αναδείχθηκαν κατά τα τελευταία χρόνια κοντά στους Φιλίππους το Δικελί-Τας (ελληνογαλλικές ανασκαφές) και κοντά στη Δράμα ο Σιταγρός (Φωτολίβος, ανασκαφές της Αγγλικής Αρχαιολογικής Σχολής).
Ο μακεδονικός χώρος στην ιστορία του πολιτισμού έχει εξαιρετική σπουδαιότητα κυρίως κατά τους προϊστορικούς και κατά τους ελληνιστικούς χρόνους. Από τη νεολιθική έως την πρώιμη εποχή του σιδήρου η Μ., στο σταυροδρόμι ανάμεσα σε Ανατολή-Δύση και Νότο-Βορρά, αποτέλεσε το πέρασμα λαών και αγαθών του πολιτισμού. Οι βόρειες ακτές του Αιγαίου, οι πλούσιοι κάμποι και τα μεγάλα μακεδονικά ποτάμια ήταν λεωφόροι που συντέλεσαν στη διαμόρφωση της ιστορίας. Κατά την ύστερη κλασική, και μάλιστα κατά την πρώιμη ελληνιστική εποχή, η Μ. δεν πήρε μόνο, αλλά και έδωσε στον ενιαίο κόσμο που διαμόρφωσε, στοιχεία πολιτισμού (θεσμούς, γλώσσα, οικιστική και ανακτορική αρχιτεκτονική κ.ά.). Για την εξάπλωση του ελληνικού πολιτισμού και τη διαμόρφωση του σύγχρονου κόσμου η συμβολή των Μακεδόνων είναι τεράστια. Η Πέλλα, που έρχεται τμηματικά στο φως από το 1957, άλλαξε σημαντικά σε παγκόσμια κλίμακα εδραιωμένες αντιλήψεις για την αρχαιότητα. Σημαντικότατη θεωρείται και η ανακάλυψη (Νοέμβριος 1977) του ασύλητου βασιλικού τάφου στη Βεργίνα, από τον καθηγητή Μανόλη Ανδρόνικο. Ο τάφος θεωρείται ότι ανήκει στον Φίλιππο Β’ (για περισσότερες λεπτομέρειες σχετικά με τις σημαντικότατες ανασκαφές και αρχαιότητες της Βεργίνας, βλ. λ. Βεργίνα).Βυζαντινή εποχή. Τα παλαιοχριστιανικά και βυζαντινά μνημεία της Μ. παρουσιάζουν έναν ξεχωριστό πλούτο που δείχνει την έντονη ζωή της περιοχής σε ολόκληρη τη διαδρομή της μεσαιωνικής ιστορίας, ενώ συγχρόνως αποτελούν μια αστείρευτη πηγή για τη μελέτη της βυζαντινής τέχνης. Η Θεσσαλονίκη, το Άγιον Όρος, η Καστοριά, η Βέροια, οι Φίλιπποι, η Αμφίπολη, η Πρέσπα, τα Σέρβια, οι Σέρρες, το Δίον, η Έδεσσα και η Αιανή (οι θέσεις όπου σώζονται τα πιο εντυπωσιακά σύνολα) αποτελούν πραγματικά ζωντανά μουσεία της μεσαιωνικής ελληνικής τέχνης. Ιδιαίτερα στη Θεσσαλονίκη, η μεγάλη σειρά των μνημείων είναι τόσο πλούσια και τόσο υψηλής ποιότητας, ώστε τα μνημεία της αρκούν για να συνθέσει κανείς ένα σπουδαίο τμήμα της ιστορίας του βυζαντινού πολιτισμού.
Από την παλαιοχριστιανική εποχή, εκτός από τα λαμπρά μνημεία της Θεσσαλονίκης –οι τάφοι με τις σπάνιες τοιχογραφίες, η βασιλική του Αγίου Δημητρίου, η Ροτόντα, η Αχειροποίητος και ο Όσιος Δαβίδ– υπάρχουν πολλά πλούσια σύνολα και μεμονωμένα μνημεία ή ευρήματα που έχουν αποκαλυφθεί και συνεχώς έρχονται σε φως σε ολόκληρο τον μακεδονικό χώρο. Στους Φιλίππους έχουν αποκαλυφθεί τρεις βασιλικές –η Α’, η Β’ και η extra muros–, ένας περίφημος και συγχρόνως μοναδικός περίκεντρος οκταγωνικός ναός (το Οκτάγωνον των Φιλίππων), τμήματα μιας τέταρτης βασιλικής δίπλα στο Νέο Μουσείο, ενώ έχει επισημανθεί και η θέση μίας πέμπτης. Παράλληλα έχουν ανασκαφεί αρκετοί τάφοι, μερικοί από τους οποίους διατηρούν τοιχογραφίες της εποχής, και έχει περισυλλέγει ένας σημαντικός αριθμός επιγραφών και αρχιτεκτονικών μελών. Στις συνεχιζόμενες ανασκαφές της Αμφίπολης ολοκληρώνεται η πλήρης αποκάλυψη τριών σημαντικών βασιλικών, τα δάπεδα των οποίων έχουν λαμπρή ψηφιδωτή διακόσμηση. Στη Θάσο έχει ανασκαφεί παλιότερα μία μεγάλη σταυρική (σταυροειδής) βασιλική. Στους νομούς Δράμας, Κιλκίς και Σερρών έχουν βρεθεί αρχιτεκτονικά μέλη που ανήκουν σε κτίρια άγνωστα προς το παρόν. Στο Δίον της Πιερίας ανασκάπτονται δύο βασιλικές, η Α’ και η Β’ του Δίου, με ωραία ψηφιδωτά δάπεδα και σπάνιες παλαιοχριστιανικές τοιχογραφίες, ενώ στην ακτή της Λεπτοκαρύας έχει εντοπιστεί μία τρίτη. Στον Λόγγο της Έδεσσας έχει διαπιστωθεί η ύπαρξη μιας εκτεταμένης παλαιοχριστιανικής πόλης και μέχρι σήμερα έχουν ανασκαφεί μία βασιλική και έχουν εντοπιστεί άλλες δύο. Μία τέταρτη βασιλική έχει αποκαλυφθεί στην περιοχή του νομού Πέλλης, ενώ ερείπια παλαιοχριστιανικών κτιρίων έχουν επισημανθεί στη Φλαμουριά, στη Μαργαρίτα και στην Άψαλο. Στον νομό Κοζάνης μέχρι σήμερα είναι γνωστά τα παλαιοχριστιανικά ερείπια ναών της Αγίας Παρασκευής, του Βοσκοχωρίου και της Ακρινής, ενώ ένα μεγάλο πλήθος ευρημάτων μαρτυρεί ότι ο αριθμός των μνημείων στο μέλλον θα αυξηθεί σημαντικά. Τέλος, τα μεμονωμένα αρχιτεκτονικά μέλη, τα όστρακα, τα νομίσματα κλπ. στους νομούς Ημαθίας, Χαλκιδικής και Φλωρίνης, προαναγγέλλουν με βεβαιότητα την ανακάλυψη αγνώστων μέχρι σήμερα κτιρίων στις περιοχές αυτές.
Από τη βυζαντινή περίοδο τα μνημεία που έχουν διατηρηθεί έως τις μέρες μας στη Μ. είναι πολλά και ξεχωριστά σε ποιότητα. Εκτός από τη Θεσσαλονίκη, το Άγιον Όρος και την Καστοριά ένα μεγάλο σύνολο εκκλησιών έχει διασωθεί και στη Βέροια. Το σύνολο των βυζαντινών και μεταβυζαντινών ναών στη Βέροια είναι πάνω από 50. Είναι κατά κανόνα μικροί ναΐσκοι που βρίσκονται στο βάθος μιας αυλής, αλλά ενώ οι περισσότεροι έχουν ταπεινή αρχιτεκτονική μορφή, διατηρούν στο εσωτερικό τους δείγματα τοιχογραφιών (δυστυχώς, οι πιο πολλές είναι ακόμα ακαθάριστες) από τον 12o αι. έως τα τελευταία χρόνια της τουρκοκρατίας. Στην εκκλησία του Χριστού, που αποτελεί το πιο γνωστό βυζαντινό μνημείο της Βέροιας, επειδή έχει αναστηλωθεί και οι τοιχογραφίες της έχουν καθαριστεί, βρίσκεται ένα από τα καλύτερα δείγματα της παλαιολόγειας ζωγραφικής των αρχών του 14ου αι. (1315). Ο ζωγράφος μάλιστα των τοιχογραφιών αυτών, ο Θεσσαλονικεύς Καλιέργης, στην κτητορική επιγραφή του ναού με πολλή υπερηφάνεια αναγράφει, ότι είναι «όλης Θετταλίας άριστος ζωγράφος». Το «Θετταλία» της επιγραφής σημαίνει Μ. Σε μια άλλη εκκλησία, στην ίδια πάντα πόλη, στον Άγιο Ιωάννη τον Θεολόγο, έχουν καθαριστεί ενδιαφέρουσες τοιχογραφίες που ανάγονται γύρω στο 1200. Στον Άγιο Βλάσιο, αντικείμενο ιδιαίτερου θαυμασμού αποτελούν οι εντυπωσιακές μορφές του Αγίου Νικολάου και του Αγίου Βλασίου και η Παλιά Μητρόπολη, ο καθαρισμός των τοιχογραφιών της οποίας διενεργείται σήμερα και φέρνει στο φως λαμπρά δείγματα της βυζαντινής ζωγραφικής.
Επίσης ενδιαφέροντα, αλλά μικρότερης κλίμακας από την Καστοριά και τη Βέροια σύνολα μνημείων, βρίσκονται στην Πρέσπα, στα Σέρβια, στην Αιανή Κοζάνης και στις Σέρρες, ενώ μεμονωμένες βυζαντινές εκκλησιές, αλώβητες ή μετασκευασμένες, υπάρχουν διάσπαρτες σε ολόκληρο τον μακεδονικό χώρο. Η μικρή εκκλησία της Μεταμόρφωσης του Σωτήρα στον Χορτιάτη, που ανήκει στον οκταγωνικό νησιωτικό τύπο, ο σταυροειδής ναός του Αγίου Νικολάου στον Ελαιώνα Σερρών, η Όμορφη Εκκλησία στην Γκάλιστα Καστοριάς, η Αγία Σοφία μέσα στη Δράμα, η Κοίμηση της Θεοτόκου στην Κουντουριώτισσα Πιερίας κ.ά. αποτελούν χαρακτηριστικά μακεδονικά μνημεία. Παράλληλα, εκτός από τις μεμονωμένες εκκλησίες διατηρούνται, ιδιαίτερα στα ορεινά, πλούσια μοναστηριακά σύνολα με τα καθολικά τους, τα κελιά, τα παρεκκλήσια και άλλα προσκτίσματα. Η μονή Τιμίου Προδρόμου Σερρών, στον εξωνάρθηκα του καθολικού και στο υπερώο της οποίας υπάρχουν τοιχογραφίες της εποχής των Παλαιολόγων και ανάμεσα στα κειμήλιά της λαμπρές φορητές εικόνες, η μονή Ζάβοδρας, όπου βρέθηκαν χειρόγραφα με κείμενα του πατριάρχη Φωτίου, η μονή Περιστερών, η μονή Εικοσιφοινίσσης, η μονή Κανάλων κ.ά. είναι χαρακτηριστικά μοναστήρια της Μ. Ακόμα, στον μακεδονικό χώρο βρίσκονται ενδιαφέροντα κάστρα που ανάγονται στη βυζαντινή εποχή. Εκτός από τα επιβλητικά τείχη της Θεσσαλονίκης, στις Σέρρες, στη Δράμα, στην Καβάλα, στη Ρεντίνα, στην Αραβησσό και στη Χρυσή του νομού Πέλλης, στον νομό Κοζάνης (Σέρβια κλπ.), στον νομό Κιλκίς (Γυναικόκαστρο), στον Πλαταμώνα κ.α. διατηρούνται φρουριακά σύνολα, ενώ μικροί αλλά ισχυροί πύργοι βρίσκονται σε πολλά επίκαιρα σημεία. Ο πύργος του Αγίου Βασιλείου δίπλα στην ομώνυμη λίμνη, ο Πύργος στη Γαλάτιστα, στην Κασσάνδρα, στη Νέα Φώκαια, στη Δάφνη της Νιγρίτας, ο Πύργος της Μάρως στην Ασπροβάλτα κ.ά., είναι χαρακτηριστικά βυζαντινά κτίσματα που –μαζί με τα μεγάλα κάστρα– δείχνουν την έκταση και την οργάνωση του αμυντικού συστήματος της Μ.
Τέλος, τα μνημεία που ανάγονται στη μεταβυζαντινή εποχή είναι πάρα πολλά. Σε όλη την ύπαιθρο και στις πόλεις υπάρχουν χαρακτηριστικές τοιχογραφημένες εκκλησίες και μοναστήρια με ωραία ξυλόγλυπτα τέμπλα, φορητές εικόνες και άλλα κειμήλια. Η παλιά μακεδονική καλλιτεχνική κληρονομιά, το Άγιον Όρος με την πολλαπλή και μεγάλης κλίμακας ακτινοβολία του στα χρόνια της τουρκοκρατίας και η μαστορική παράδοση, ιδιαίτερα της δυτικής Μ., είναι τα βασικά στοιχεία που εξηγούν καλλιτεχνική ανάπτυξη τέτοιου μεγέθους. Παράλληλα, στον μνημειακό πλούτο της Μ. στους τελευταίους αιώνες της τουρκοκρατίας προστίθεται και η θαυμάσια λαϊκή νεοελληνική αρχιτεκτονική με εξέχοντα δείγματα τα λαμπρά αρχοντικά. Τα σύνολα που διασώζονται ακόμα στην Καστοριά, στη Σιάτιστα και στη Βέροια, όσα έχουν διαφύγει την κατεδάφιση στην Άνω Πόλη της Θεσσαλονίκης, στην Κοζάνη, στην Καβάλα, στη Θάσο κ.α. και όσα έχουν για πάντα χαθεί στην Έδεσσα, στη Νάουσα κ.α. μαρτυρούν το καλό γούστο που κυριαρχούσε όχι μόνο στη Μ., αλλά γενικότερα σε ολόκληρο τον ελληνικό χώρο έως τις αρχές του περασμένου αιώνα.
Τέχνη
Λαϊκή αρχιτεκτονική. Στην περίοδο της τουρκοκρατίας και κυρίως από τον 17o αι. αναπτύχθηκε στη Μ. αξιόλογη λαϊκή αρχιτεκτονική, σημαντικά δείγματα της οποίας διασώζονται μέχρι σήμερα. Ωστόσο, η μεταπολεμική ανοικοδόμηση (κυρίως τις δεκαετίες του 1960 και 1970) έγινε αιτία να καταστραφούν πολλά από αυτά και καθημερινά να λιγοστεύουν, ενώ τα διασωζόμενα ερειπώνονται. Κατά τους τελευταίους αιώνες της τουρκοκρατίας ορισμένοι οικισμοί της Μ., όπως η Καστοριά, η Βέροια, η Σιάτιστα, η Καβάλα κ.ά., γνώρισαν μεγάλη ανάπτυξη· οι κάτοικοί τους ανέπτυξαν εμπορικές σχέσεις με την Ιταλία και κυρίως με την κεντρική Ευρώπη, απέκτησαν οικονομικά μέσα και δημιουργήθηκαν έτσι οι απαιτήσεις ενός υψηλότερου επιπέδου διαβίωσης. Η σχέση τους άλλωστε με την Ευρώπη είχε ως αποτέλεσμα τη μεταφορά ορισμένων μορφών από εκεί, κυρίως του μπαρόκ, και την ανάμειξή τους με τις αρχιτεκτονικές μορφές της τοπικής παράδοσης. Προέκυψε έτσι ένας μεγάλος αριθμός αστικών σπιτιών και αρχοντικών που γενικά θεωρείται ότι αποτελούν τα χαρακτηριστικά δείγματα της λαϊκής μακεδονικής αρχιτεκτονικής, αν και θα πρέπει να διευκρινιστεί ότι στην ουσία αποτελούν δείγματα μιας πολύ πιο εξελιγμένης αρχιτεκτονικής, αρκετά διαφορετικής πάντως από ό,τι συνήθως εννοούμε με τον όρο λαϊκός.
Στα σπίτια της Μ. διακρίνονται ορισμένα βασικά χαρακτηριστικά: οι τοίχοι του ισογείου είναι γενικά λιθόδμητοι, με ξυλοδεσιές· οι τοίχοι των ορόφων είναι κατασκευασμένοι από ξύλινο σκελετό, επιχρισμένοι και πολλές φορές εξέχουν από το περίγραμμα του ισογείου, είτε για αύξηση της ωφέλιμης επιφάνειας του ορόφου είτε για να γίνουν ορθογώνιοι οι χώροι του ορόφου, όταν το ισόγειο είναι παράγωνo κλπ. Τα παράθυρα στο ισόγειο είναι λίγα και μικρά· αντίθετα, στον όροφο υπάρχουν πολλά παράθυρα, συνήθως διατεταγμένα το ένα δίπλα στο άλλο σε σειρές· έτσι το σύνολο αποκτά ελαφρότητα και οι χώροι φωτίζονται άπλετα. Γενικά, στα μακεδονίτικα σπίτια γίνεται μεγάλη χρήση του ξύλου, γεγονός που –μαζί με την έλλειψη συντήρησης– οδηγεί πολλές φορές στην κατάρρευση.
Εξαιρετικά ενδιαφέρουσα από αρχιτεκτονική άποψη είναι η διαμόρφωση της κάτοψης στον όροφο· εκεί οι χώροι διατάσσονται συνήθως γύρω από έναν μεγάλο κεντρικό χώρο με τον οποίο επικοινωνούν με κομψές ξύλινες κιονοστοιχίες ή με πόρτες, για μεγαλύτερη απομόνωση. Το εσωτερικό –πατώματα, τοίχοι, οροφές– είναι γενικά επενδεδυμένο με ξύλο, γεγονός που δίνει την ευκαιρία για πλούσια γλυπτική και χρωματική διακόσμηση. Αξίζει να αναφερθούν ιδιαίτερα οι επενδύσεις των τοίχων και των οροφών που διακοσμούνται με μικρά τετράγωνα ή ρομβοειδή φατνώματα, ανάγλυφους ρόδακες κ.ά. Αξιόλογη είναι επίσης η ζωγραφική διακόσμηση των τοίχων, όπου εμφανίζονται κυρίως οι επιδράσεις του μπαρόκ και του ροκοκό, ειδικά όσον αφορά τα θέματα. Ωστόσο, όλα αυτά είναι ενταγμένα στα μακεδονίτικα σπίτια με έναν εντελώς πρωτότυπο τρόπο, που δείχνει τη δυνατότητα των λαϊκών τεχνιτών να εντάσσουν στα έργα τους ξένες επιδράσεις, χωρίς όμως να αντιγράφουν δουλικά και χωρίς ποτέ να χάνει το έργο τη σχέση του με την τοπική παράδοση.
Λαϊκή χειροτεχνία. Η Μ., ιδιαίτερα κατά τους δύο τελευταίους αιώνες της τουρκοκρατίας, υπήρξε το σημαντικότερο μετά την Ήπειρο κέντρο χειροτεχνικής παραγωγής, η οποία βασικά οφείλεται σε δύο παράγοντες: στην ακμαία οικοτεχνία των μακεδονικών πληθυσμών και στην οργάνωση των πολυάριθμων ελληνικών συντεχνιών. Φυσικό επακόλουθο της πρώτης ήταν από τη μία πλευρά η άφθονη παραγωγή σε όλα τα είδη λαϊκής τέχνης, η οποία όχι μόνο επαρκούσε αλλά και ξεπερνούσε τα όρια της αντιμετώπισης των απλών ατομικών αναγκών, και από την άλλη, σε πολλές περιπτώσεις, η ειδίκευση των χωρικών πληθυσμών σε ορισμένο είδος χειροτεχνίας, κάτι που οδηγούσε στην τελειοποίηση της τεχνικής και ευνοούσε την ανάπτυξη μιας εμπορευματικής δραστηριότητας. Από το άλλο μέρος οι συντεχνίες με την άριστη οργάνωσή τους προμήθευαν στους οικοτέχνες τα υλικά και αναλάμβαναν την εξαγωγή των προϊόντων, με αποτέλεσμα να κρατήσουν στα χέρια τους την οικονομία και το εμπόριο ολόκληρης της Μ., ενώ παράλληλα εξυπηρετούσαν φιλανθρωπικούς και εθνικούς σκοπούς.
Η μεγάλη παραγωγική και εμπορευματική δραστηριότητα της Μ. άρχισε να σημειώνεται με την ίδρυση στη Θεσσαλονίκη του Γαλλικού Προξενείου, οπότε δημιουργήθηκαν εμπορικές συναλλαγές με τη Μασσαλία. Ο κυριότερος κλάδος της μακεδονικής χειροτεχνικής παραγωγής –όχι μόνο της οικιακής, αλλά και της εργαστηριακής– είναι η υφαντική. Ολόκληρος ο μακεδονικός χώρος κατά τον 18o και 19o αι. μεταβλήθηκε σε ένα τεράστιο εργαστήριο υφαντουργίας, που πολλές φορές απασχολούσε ολόκληρο τον πληθυσμό μιας περιοχής. Έτσι η Βελβενδός στη δυτική Μ. ειδικευόταν μόνο σε ένα είδος υφαντού, στις βαμβακερές πετσέτες, γνωστές σε ολόκληρη τη Μ. και οι οποίες εξάγονταν στην Κωνσταντινούπολη. Τα χωριά των Χασίων ύφαιναν άσπρα και μαύρα χοντρά μάλλινα σκουτιά με φλόκους στο εσωτερικό και σχεδόν αδιάβροχα στο εξωτερικό, κατάλληλα για τις βαριές κάπες των κλεφτών και των αρματολών, αλλά και των τσοπάνηδων και των ναυτικών. Εξαγωγή τέτοιων σκουτιών γινόταν και στη Βενετία, σε κομμάτια ορισμένων διαστάσεων, που ίσως εξαιτίας του βάρους τους ονομάζονταν ξύλα.
Στην Κοζάνη, γνωστή για την ανθηρή συντεχνιακή της οργάνωση, κατασκευάζονταν υφάσματα για τις τέντες των Οθωμανών, καθώς και καπνοπάνια, που είχαν μεγάλη κατανάλωση στις καπνοπαραγωγικές περιοχές της ανατολικής Μ. Καπνοπάνια, που διοχετεύονταν σε όλη την επικράτεια της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, παρήγαγε και η Δράμα, γνωστή επίσης για τα αραχνοΰφαντα λινά της. Ο Οθωμανός περιηγητής του 17ου αι. Εβλιγιά Τσελεμπή, αναφέρει ότι ένα κομμάτι λινού υφάσματος της Δράμας, κατάλληλο για ένα πουκάμισο, χωρούσε μέσα σε ένα καλάμι.
Εφάμιλλες με τα λινά της Δράμας ήταν οι γάζες της Θεσσαλονίκης. Υφαίνονταν σε κομμάτια, καθένα από τα οποία αρκούσε για ένα πουκάμισο, και γινόταν εξαγωγή 10.000 τέτοιων κομματιών τον χρόνο. Στη Θεσσαλονίκη υφαίνονταν επίσης και μεταξωτές εσάρπες για τα τουρμπάνια των γενιτσάρων καθώς και μπλε βαριά υφάσματα για τις φορεσιές τους. Στη Θεσσαλονίκη υπήρχε ακόμα ανθηρή βιοτεχνία ταπητουργίας, με προϊόντα που θεωρούνταν εφάμιλλα των μικρασιατικών και γινόταν εξαγωγή τους στην Κωνσταντινούπολη. Στη Βέροια και στη Νάουσα τέλος υφαίνονταν μαχραμάδες και πεστιμάλια, δηλαδή μεγάλες χνουδωτές πετσέτες για τα δημόσια λουτρά.
Την τεχνική τελειότητα και το υψηλό αισθητικό επίπεδο της μακεδονικής υφαντικής μαρτυρούν τα ποικίλα υφαντά εξαρτήματα που έχουν οι μακεδονίτικες φορεσιές, ιδιαίτερα οι ποδιές, που συγκαταλέγονται ανάμεσα στα ωραιότερα έργα της οικιακής υφαντουργίας.
Στον τομέα της κεντητικής η Μ. δεν παρουσιάζει την επίδραση άλλων ελληνικών περιοχών, όπως είναι η Ήπειρος και τα νησιά του Αιγαίου. Η μακεδονίτικη κεντητική αντιπροσωπεύεται κυρίως από τους τσεβρέδες και τα κεντητά εξαρτήματα της φορεσιάς, πουκάμισα, σαγιάδες και σεγκούνες. Αν όμως το κέντημα του μεταξιού εμφανίστηκε σε περιορισμένη μάλλον κλίμακα, η χρυσοκεντητική –ιδίως η εκκλησιαστική– εξελίχθηκε σε μία από τις πιο ανθηρές εργαστηριακές χειροτεχνίες της Μ., με κέντρα κυρίως τη Θεσσαλονίκη και τα μοναστήρια του Αγίου Όρους. Οι τρεις επιτάφιοι της Θεσσαλονίκης, στο Βυζαντινό Μουσείο Αθηνών, λαμπρό χρυσοκέντημα της εποχής των Παλαιολόγων, της Παναγούδας στην Εγνατία οδό και της Κοζάνης, τον οποίο σύμφωνα με την παράδοση φιλοτέχνησε ο μητροπολίτης Κονταρής, καθώς και τα ενυπόγραφα χρυσοκεντημένα άμφια των αγιορείτικων μονών, μαρτυρούν τη συμβολή της Μ. στην επιβίωση του πιο λαμπρού και παραδοσιακού κλάδου της ελληνικής λαϊκής τέχνης, όπως θεωρείται η κεντητική.
Οι Μακεδόνες χρυσοκεντητές από την Κοζάνη, την Καστοριά, τη Σιάτιστα, το Μελένικο κ.α. δημιούργησαν και το χρυσοκεντητικό εργαστήρι της Βιέννης, διάσημο κυρίως για τα χρυσοκεντήματα του ιεροδιάκονου Ζεφάρ από τη Δοϊράνη.
Ένας άλλος κλάδος της λαϊκής τέχνης που καλλιεργήθηκε στη βορειοδυτική Μ., ιδιαίτερα στο Μοναστήρι, στη Μοσχόπολη, στο Κρούσοβο, στη Φλώρινα και στη Νέβεσκα, είναι η αργυροχοΐα και κυρίως οι τεχνικές του φιλιγκράνου και του σαβατιού. Το σαβάτι, είδος μαύρου σμάλτου με το οποίο γέμιζαν εγχάρακτες παραστάσεις, χρησιμοποιήθηκε ιδιαίτερα από τους χρυσικούς της Νέβεσκας, γιατί συχνά εμφανίζεται πάνω σε ασημικά και πλάι στο όνομα του τεχνίτη η ένδειξη Νέβεσκα ή Νεβεσκαλή.
Παράλληλα με την κατεργασία του ασημιού αναπτύχθηκε και η απλή μεταλλουργία, κυρίως η χαλκουργία, με κέντρο τη Θεσσαλονίκη, όπου η χαλκουργική παράδοση φτάνει έως τη χαλκευτική στοά του 4ου αι. Τα καταστήματα των χαλκωματάδων, μέχρι σήμερα ακόμα, συγκεντρώνονταν γύρω από την Παναγία των Χαλκέων, ενώ το πλήθος των μακεδονίτικων επωνυμιακών παραλλαγών (Καζανάς, Καζατζής, Μπακιρτζής, Χαλκιάς κλπ.) μαρτυρεί την έκταση του επαγγέλματος στα παλιότερα χρόνια.
Οι χαλκωματάδες της Μ. εργάζονταν είτε σε μόνιμες εγκαταστάσεις είτε ως πλανόδιοι τεχνίτες και κατασκεύαζαν κάθε λογής χάλκινα σκεύη του σπιτιού –σινιά, γκιούμια, καστανιές, καζάνια, μπακράτσια, μαστραπάδες– και με τα προϊόντα τους τροφοδοτούσαν ολόκληρη την Ελλάδα. Γι’ αυτό η μεταλλοτεχνία είναι από τις τέχνες που παρουσιάζουν ομοιογένεια σε όλη την έκταση του ελληνικού χώρου.
Μία άλλη ακμαία μακεδονική χειροτεχνία, που εξελίχθηκε σε εργαστηριακή με ευρύτατες εξαγωγές στο εξωτερικό, ήταν η γουναράδικη, με κέντρο κυρίως την Καστοριά. Οι Καστοριανοί γουναράδες ειδικεύτηκαν στη συρραφή μικρών κομματιών γούνας, τόσο τέλεια ενωμένων, ώστε να σχηματίζουν ομοιόμορφη επιφάνεια, χωρίς να διακρίνονται οι ραφές. Μάρτυρας της ακμής της γουναράδικης τέχνης και του πλούτου που αποκόμισε το εμπόριό της στους κατοίκους της Καστοριάς, είναι τα περίφημα καστοριανά αρχοντικά, κατοικίες κυρίως γουναράδων του 18ου αι., που αποτελούν τα πιο λαμπρά δείγματα της μακεδονίτικης αρχιτεκτονικής.
Τελευταία χειροτεχνία που άκμασε στη Μ. είναι η κεραμική και ειδικότερα η αγγειοπλαστική. Στα χρόνια της τουρκοκρατίας, η μακεδονίτικη αγγειοπλαστική περιορίστηκε στα πλαίσια των οικογενειακών αναγκών, χωρίς να αναπτύξει σπουδαίες εμπορευματικές δραστηριότητες. Τα έργα της παρέμειναν πήλινα οικιακά σκεύη, με απλές γραμμικές διακοσμήσεις.
Όμως, μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, πρόσφυγες αγγειοπλάστες, εγκατεστημένοι στη Φλώρινα, στη Θεσσαλονίκη και στη Δράμα, έδωσαν νέα ώθηση στη μακεδονίτικη κεραμική. Ο τελευταίος και καλύτερος εκπρόσωπος αυτής της νεότερης λαϊκής τέχνης της Μ. είναι ο Μηνάς Αβραμίδης, γνωστός ως μπαρμπα-Μηνάς, έργα του οποίου διασώζονται στις συλλογές του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, του Λαογραφικού Μουσείου Βόρειας Ελλάδας και του Κυριαζοπούλου.Έθιμα και παραδόσεις
Η Μ. αποτελεί μαζί με τη Θεσσαλία, τη Θράκη και τη Μικρά Ασία (Πόντος, Καππαδοκία) μια αρκετά στενή πολιτιστική ομάδα, εξαιτίας της γειτνίασης και των κοινών τυχών που είχαν συχνά οι περιοχές αυτές στην ιστορία. Υπάρχουν εκδηλώσεις του λαϊκού πολιτισμού (έθιμα, τραγούδια, τέχνη), που συναντώνται από κοινού στις περιοχές αυτές, όπως για παράδειγμα το έθιμο των Ρογκατσαρίων ή των αναστενάριων, το οποίο επικρατούσε παλαιότερα στην ανατολική Θράκη αλλά από το 1923 και ύστερα μεταφέρθηκε και στη Μ. Όμως στη Μ., σε ορισμένες πολιτιστικές νησίδες, διατηρήθηκαν και μερικές εκδηλώσεις που έπαψαν πολύ νωρίς να εμφανίζονται αλλού. Τέτοια είναι για παράδειγμα η γιορτή της Μαμής στη Μονοκκλησιά των Σερρών, που γίνεται στις 8 Ιανουαρίου, εξελιγμένη σήμερα και σε ένα παράξενο για τις ημέρες μας έθιμο γυναικοκρατίας (η γιορτή της Μαμής συνηθιζόταν και σε άλλα χωριά της Μ.). Σύμφωνα με το έθιμο αυτό οι γυναίκες που βρίσκονται στην ηλικία που μπορούν να τεκνοποιήσουν, πηγαίνουν στο σπίτι της μαμής και της προσφέρουν δώρα χρήσιμα για τη γέννα (σαπούνι, πετσέτα), φαγητά και ποτά. Κάθε γυναίκα χύνει στη μαμή νερό για να πλύνει τα χέρια της (υπονοώντας με αυτό τη γέννα, στην οποία θα βοηθήσει η μαμή) και μετά φιλάει το σχήμα, που της προτείνουν οι γριές παραστεκάμενες της μαμής: έναν φαλλό, φτιαγμένο με το κάτω μέρος χοντρού πράσου ή ένα λουκάνικο. Ακολουθεί γλέντι και συνοδεία της μαμής στη βρύση του χωριού, μέσα σε ξεδιάντροπα τραγούδια και γέλια. Σε όλες αυτές τις εκδηλώσεις οι άντρες δεν παίρνουν καθόλου μέρος· αντίθετα είναι κλεισμένοι στα σπίτια τους, όπου αναλαμβάνουν τον ρόλο των γυναικών, ολόκληρη την ημέρα: πλένουν, μαγειρεύουν, σκουπίζουν, κοιμίζουν τα μωρά, ενώ οι γυναίκες ξεφαντώνουν έως αργά το βράδυ, κλεισμένες στο μεγαλύτερο καφενείο του χωριού. Το έθιμο συσχετίζεται με τα αρχαία Θεσμοφόρια, αγροτική γιορτή των γυναικών, κατά την οποία αυτές εύχονταν τη γονιμότητα των αγρών αλλά και των εαυτών τους.
Στις Σέρρες επίσης διασώθηκε έως τα νεότερα χρόνια η συνήθεια να τοποθετείται, κατά την περιφορά του Επιταφίου, μια εικόνα του Εσταυρωμένου μπροστά στο κατώφλι των σπιτιών και δίπλα ένα πιάτο με χλόη φακής ή κριθαριού, τα οποία φύτευαν για τον σκοπό αυτό κατά τη Μεγάλη Σαρακοστή. Το έθιμο αυτό, διαδεδομένο παλαιότερα και σε άλλα μέρη της ανατολικής Μ., θυμίζει τους αρχαίους Κήπους του Άδωνη: γλάστρες με μάραθα, ή με άλλα φυτά που μεγαλώνουν γρήγορα, τις οποίες οι γυναίκες έβαζαν δίπλα στα κέρινα ομοιώματα του νεκρού Άδωνη ως σύμβολα της γρήγορης ανάστασης του θεού αυτού, ο οποίος προσωποποιούσε την άνοιξη.
Χαρακτηριστική μακεδονική ενδυμασία της Επισκοπής.
Αναστενάρηδες στον Λαγκαδά (φωτ. «Μακεδονικής Ζωής»).
Διακοσμητικό κεραμικό πιάτο, έργο του Μηνά Αβραμίδη, σημαντικότερου εκπροσώπου της μακεδονικής κεραμικής.
Η μακεδονίτικη κεραμική γνώρισε καινούργια άνθηση όταν εγκαταστάθηκαν στην περιοχή οι πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία. Ο σημαντικότερος εκπρόσωπος αυτής της νεότερης λαϊκής τέχνης είvαι ο Μηνάς Αβραμίδης, έργα του οποίου σώζονται σε διάφορες συλλογές.
Η μεταλλουργία, και μάλιστα η χαλκουργία, έχει μακρά παράδοση στη Μακεδονία και κυρίως στη Θεσσαλονίκη. Οι χαλκωματάδες της Μακεδονίας τροφοδοτούσαν με τα σκεύη τους όλη την Ελλάδα. Στη φωτογραφία, δείγμα τέτοιας εργασίας (Λαογραφικό Μουσείο Β. Ελλάδας, Θεσσαλονίκη).
Δείγμα λαϊκής χαλκουργίας, που έχει μακρά παράδοση στη Μακεδονία (Λαογραφικό Μουσείο Βορείου Ελλάδας, Θεσσαλονίκη).
Χάρτης της Μακεδονίας, στα τέλη του Α’ Παγκοσμίου πολέμου, πλαισιωμένος με τις εικόνες του Γάλλου στρατηγού Γκιγιομά και τεσσάρων Ελλήνων στρατιωτικών (Δαγκλής, Χριστοδούλου, Ιωάννου και Κουντουριώτη) (φωτ. από την έκδ. «100+1 χρόνια Ελλάδα»).
Λεπτομέρεια από τη μονή Βουνάσης Γρεβενών.
Εκτός από την Αγία Σοφία, χαρακτηριστικό μακεδονικό μνημείο μέσα στην πόλη της Δράμας, σώζονται αρκετά λείψανα του βυζαντινού τείχους.
Ο πύργος του Αγίου Βασιλείου, δίπλα στην ομώνυμη λίμνη, αποτελεί ένα από τα πιο χαρακτηριστικά σωζόμενα βυζαντινά κτίσματα της μακεδονικής εποχής, παρά την ερειπωμένη κατάστασή του.
Στους Φιλίππους υπάρχει η μεγαλύτερη συγκέντρωση παλαιοχριστιανικών μνημείων της Μακεδονίας, εκτός της Θεσσαλονίκης.
Στα Σέρβια, στην ανατολική Μακεδονία, διατηρείται ένα αξιόλογο σύνολο μνημείων της βυζαντινής περιόδου. Στη φωτογραφία, λείψανα του βυζαντινού κάστρου.
Το κτίριο με τα χαλικόστρωτα δάπεδα και το περιστύλιο συγκέντρωσαν την κύρια προσπάθεια των ανασκαφών της Πέλλας, το 1957. Τα ψηφιδωτά με τις παραστάσεις αποσπάστηκαν και στερεώθηκαν. Το περιστύλιο αναστηλώθηκε όσο επέτρεπε το αρχαίο υλικό του.
Λεπτομέρεια από τη «Βασιλική οικογένεια της Μακεδονίας», τοιχογραφία των ελληνιστικών χρόνων.
Ο Διόνυσος ανακαλύπτει κοιμισμένη την Αριάδνη στη Νάξο· πλάι του ο Σάτυρος και ο γερο-Σιληνός. Περίπου έξι αιώνες πέρασαν από την εποχή των ψηφιδωτών της Πέλλας έως τη γαλεριανή εποχή, στην οποία ανήκουν τα ψηφιδωτά αυτά δάπεδα που βρέθηκαν σε οικόπεδα της Θεσσαλονίκης.
Θαλασσινή θεότητα σε ψηφιδωτό δάπεδο ρωμαϊκής οικίας (περ. 300 μ.Χ.). Όχι μόνο τα ρωμαϊκά αυτά ψηφιδωτά, αλλά και οι μορφές αγίων της ροτόντας του Αγίου Γεωργίου ακολουθούν την ελληνιστική παράδοση (Αρχαιολογικό Μουσείο, Θεσσαλονίκη).
Χρυσό νομισματόσημο με παράσταση της μητέρας του Αλέξανδρου, Ολυμπιάδας. Το μετάλλιο αυτό κόπηκε κατά τα Ολύμπια της Βέροιας.
Λεπτομέρεια από το καλύτερα διατηρημένο ψηφιδωτό της Πέλλας, που χρονολογείται λίγο πριν από το 300 π.Χ. και θεωρείται ψηφιδωτό αριστούργημα της αρχαιότητας (Αρχαιολογικό Μουσείο, Θεσσαλονίκη).
Γενική άποψη της Καβάλας, μιας από τις ωραιότερες πόλεις της ανατολικής Μακεδονίας.
Μεγάλες βιομηχανικές εγκαταστάσεις στην περιοχή της Νέας Καρβάλης (Καβάλα).
Παλιά συνοικία της Βέροιας, πρωτεύουσας του νομού Ημαθίας.
Πανοραμική άποψη της Θάσου, πρωτεύουσας του ομώνυμου νησιού του Βόρειου Αιγαίου.
Γενική άποψη της περιοχής της Έδεσσας στην κεντρική Μακεδονία.
Μερική άποψη της λίμνης Κερκίνης, που είναι η μοναδική της ανατολικής Μακεδονίας.
Τμήμα της λίμνης Δοϊράνης, στο βορειοδυτικό άκρο της πεδιάδας της Θεσσαλονίκης.
Ο ορεινός όγκος του Ολύμπου, που χωρίζει τη Μακεδονία από τη Θεσσαλία και είναι το ψηλότερο ελληνικό βουνό.
Dictionary of Greek. 2013.